5 αποσπάσματα από το βιβλίο του Sasha Sokolov, Shkola dlia durakov (Σχολή Ηλιθίων), 1973*
μετάφραση: Μάτα Καστρησίου
1.
Επιτρέψτε μου ένα απλουστευμένο συμπέρασμα: αν είσαι Υπουργός, δε μπορείς να ξέρεις με ακρίβεια τι συμβαίνει στους δρόμους και στους ουρανούς γιατί ακόμα κι αν έχεις παράθυρο στο γραφείο σου, δεν προλαβαίνεις να κοιτάξεις απέξω, έχεις πάρα πολλά ραντεβού, συναντήσεις και τηλεφωνήματα. Κι όσο ο θυρωρός μπορεί με ευκολία να γνωρίζει για τη χιονόπτωση παρατηρώντας τις νιφάδες στα καπέλα των επισκεπτών, εσύ, ο Υπουργός, δε μπορείς, γιατί οι επισκέπτες αφήνουν τα πανωφόρια και τα καπέλα τους στη γκαρνταρόμπα κι ακόμα κι αν δεν τα αφήνουν, όσο περιμένουν για να μπουν στο ασανσέρ, οι χιονονιφάδες λιώνουν. Κι είναι αυτός ο λόγος που εσύ, ο Υπουργός πιστεύεις ότι έχει πάντα καλοκαίρι εκεί έξω. Δεν είναι όμως αλήθεια. Έτσι αν θέλεις να είσαι ένας σοφός Υπουργός, ρώτα τον θυρωρό τί καιρό κάνει εκεί έξω.
2.
Ερχόμαστε, μπουκάρουμε άγρια, κουβαλώντας στoυς χαρτοφύλακές μας εντομολογικές σημειώσεις και σχέδια για την ανακατασκευή του χρόνου και πολύχρωμα δίχτυα-παγίδες για χιονένιες πεταλούδες. Οι μακριές –ίσαμε δυο μέτρα μακριές- λαβές από αυτά τα υπέροχα δίχτυα εξέχουν απ’ τους χαρτοφύλακες και χαράζουν τις γωνίες και τα αυτάρεσκα πορτρέτα των επιστημόνων στους τοίχους. Μπουκάρουμε άγρια: Αγαπητέ Σαβλ Πέτροβιτς, είναι αδύνατον πια να μελετήσει κανείς στο φρικτό σχολείο μας, έχει πολύ διάβασμα στο σπίτι, σχεδόν όλοι οι δάσκαλοι είναι τρελοί, δεν είναι καθόλου εξυπνότεροι από μας, καταλαβαίνεις, κάτι πρέπει να γίνει, κάποιο αποφασιστικό βήμα είναι απαραίτητο να γίνει, ίσως γράμματα εδώ κι εκεί, ίσως μποϋκοτάζ και απεργίες πείνας, οδοφράγματα και φεγγαρόψαρα, ταμπούρλα και ταμπουρίνα, να κάψουμε τα ημερολόγια και τις εφημερίδες, ένα παρανάλωμα στην υγειά όλων των ειδικών σχολείων του κόσμου, κοίτα, εδώ, μέσα στους χαρτοφύλακές μας, έχουμε δίχτυα-παγίδες για πεταλούδες. Θα σπάσουμε τις λαβές απ’ τα δίχτυα και θα πιάσουμε όλους τους αληθινούς βλαμμένους και θα ρίξουμε τα δίχτυα στα κεφάλια τους σαν ζουρλοκαπέλα και θα τους χτυπάμε με τις λαβές πάνω στα αξιολύπητα κεφάλια τους. Θα οργανώσουμε μια μεγαλειώδη μαζική πολιτική εξόντωση και όλους αυτούς που μας βασάνισαν για τόσο καιρό μέσα στα βλαμμένα για βλαμμένους σχολεία μας, θα τους κάνουμε να τρέχουν κατουρημένοι και να λύνουν προβλήματα για αναβάτες ποδηλάτων, όσο εμείς, πρώην μαθητές, απελευθερωμένοι απ’ τη σκλαβιά του μελανιού και της κιμωλίας, θα καβαλάμε τα εξοχικά μας ποδήλατα και θα ξεχυνόμαστε ίσια κάτω στις λεωφόρους, θα χαιρετάμε πού και πού στον δρόμο μας ευγενικά κορίτσια με κοντοφουστανάκια και ταπεινά σκυλιά, θα γίνουμε οι ποδηλάτες των προαστίων και των σημείων Α, Β και C και θα κάνουμε αυτούς τους καταραμένους τρελούς, αυτούς τους μπανταρισμένους τρελούς να λύνουν προβλήματα για μας και αντί για μας, εμάς, τους ποδηλάτες. Θα είμαστε οι ποδηλάτες και οι ταχυδρόμοι σαν τον Μικέγιεφ ή σαν αυτόν που –εσύ Σαβλ- φωνάζεις «Αγγελιαφόρο». Εμείς όλοι, πρώην καθυστερημένοι, θα γίνουμε Αγγελιαφόροι και θα ‘ναι θαυμάσιο. Θυμάσαι, μια φορά μας ρώτησες αν πιστεύουμε σ’ αυτόν τον άνδρα και είπαμε ότι δεν ξέραμε καλά καλά τι να σκεφτούμε για την αφεντιά του, αλλά τώρα, τώρα που το αποτεφρωμένο καλοκαίρι έδωσε τη θέση του στο σκοτεινό φθινόπωρο κι οι διαβάτες κρύβουν τα κεφάλια στα κασκόλ τους και σκέφτονται να μεταμορφωθούν σε πουλιά, τώρα σπεύδουμε να ενημερώσουμε προσωπικά εσένα αγαπητέ Σαβλ Πέτροβιτς αλλά και όλους τους προοδευτικούς παιδαγωγούς ότι δεν έχουμε καμμιά αμφιβολία για την ύπαρξη του Αγγελιαφόρου και δεν έχουμε επίσης καμμιά αμφιβολία ότι το μέλλον –τίγκα στα ποδήλατα και στους τροχιοδρομείς Αγγέλους- καταφθάνει. Και από δω, από το αηδιαστικό αποδυτήριο των αγοριών με τα μπογιατισμένα παράθυρα και τα γλιτσιασμένα πατώματα, ουρλιάζουμε σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο: Ζήτω ο Αγγελιαφόρος του Ανέμου!
3.
Πώς σε λένε με λένε Vetka είμαι ένα κλαδί ακακίας είμαι ένα κλαδί του σιδηροδρόμου είμαι η Veta έγκυος απ’ το ευγενικό πουλί τ’ αηδόνι κυοφορώ το καλοκαίρι του μέλλοντός μας και τη συντριβή του εμπορικού τρένου εδώ πάρε με πάρε με φθίνω έτσι κι αλλιώς κάτι τέτοιο είναι φθηνό στο σταθμό δεν κοστίζω παρά ένα ρούβλι κι αγοράζομαι με εισιτήρια κι αν θες ν’ ανέβεις απλώς έτσι απλώς τσάμπα δεν θα υπάρχει ελεγκτής είναι άρρωστος θα πεθάνω σύντομα στις ράγες πονάω θα πονάω άφησέ με όταν πεθάνω άφησε με γράσο στους τροχούς και στις παλάμες σου τι είναι οι παλάμες σου μέσα σ’ αυτά τα γάντια είπα ένα ψέμα είμαι η Veta αγνό ολόλευκο κλαδί ανθίζω και δε δικαιούσαι κατοικώ σε οπωρώνες μη φωνάζεις δε φωνάζω το τρένο που πλησιάζει φωνάζει «τρα-τα-τατά» τί συμβαίνει «τρα-τα-τα» τί «τρα» ποιός είναι εκεί «τα» πού εκεί πού εκεί Veta κλαδί ιτιά κλαδί ιτιάς εκεί έξω απ’ το παράθυρο σ’ αυτό το σπίτι «τρα-τα-τομ» για ποιόν για τί για ένα ιτιάς κλαδί για του ανέμου τη φορά λεωφορεία λεωφορεία φορεία εκπτωτική βραδινή τιμή τιμής ένεκεν ας προς αυτό που δεν είν’ εδώ ο Ληθαίος ποταμός ο ωραίος Ληθαίος δεν είναι εδώ για σένα, αμάξια χρώματος Veta χρώματος Άλβα Βήτα Γάμμα και λοιπά αλλά κανείς δεν το ξέρει αυτό γιατί κανείς δε θέλησε να μας διδάξει Ελληνικά ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος από μεριάς τους είναι δικό τους λάθος που δε μπορούμε να κατονομάσουμε ουτ’ ένα πλοίο.
4.
Η παιδική ηλικία θα περάσει σαν πορτοκαλί τραμ που τρίζει πάνω στη γέφυρα σκορπώντας εξωπραγματικούς σπινθήρες. Αλλά θα υπάρξει ένα κορίτσι που θα κοιμάται στην άμμο, στις όχθες του ποταμού –ένα απλό κορίτσι με μακριές βλεφαρίδες και καθαρό σφιχτό μπανιερό. Πανέμορφο. Σχεδόν πανέμορφο. Σχεδόν όχι πανέμορφο, θα ονειρεύεται αγριολούλουδα. Μέσα Ιουλίου. Μπορείς ν’ ακούσεις την κόρνα του πλοίου, το πιτσίλισμα, το τρεμόπαιγμα που φθίνει. Στην απέναντι όχθη, κάποιος μιλά σ’ ένα φίλο, ανάβει φωτιά για τσάι. Γελούν. Αυτό είναι η ευτυχία αλλά δεν το ξέρεις. Αλλά θα δεις, θα το δεις. Κι εσύ ο ίδιος, ποιός είσαι επιτέλους; Ούτε αυτό το ξέρεις. Θα το μάθεις αργότερα, όταν θα χτυπήσεις τις χορδές της μνήμης. Όταν γίνεις όλος μνήμες. Όταν μεταμορφωθείς ολοκληρωτικά σε μνήμη. Θα γίνεις ό,τι πιο γοητευτικό στον κόσμο κι ότι πιο σκληρό κι αιώνιο. Και σ’ όλη σου τη ζωή θα προσπαθείς ν’ απομακρύνεις τον πόνο απ’ τα κουβαριασμένα αγγεία του ηλιακού πλέγματος. Ωστόσο, τα κλαδιά της ιτιάς και το κορίτσι που κοιμάται στη ζεστή άμμο τη δέκατη πέμπτη ημέρα του Ιουλίου του αμετάκλητου ετούτου έτους περίπου, αυτά θα μείνουν.
Ξημέρωσε. Μονάχος και χαμένος -σαν εκκλησιά πως στέκομαι στον άνεμο, ήρθες να πεις σ’ αυτό το σπίτι κατοικούν χρυσά πουλιά. Η δροσιά πεθαίνει κάτω απ’ τις πατούσες μου. Η μέρα απαιτεί ένα πρόσωπο. Η μέρα ολόσαρκη. Χαμογέλα, προσπάθησε να μην κινείσαι, θα βγάλουμε μια φωτογραφία. Μια φυσική πόζα, στο κάτω κάτω μετά απ’ όλα όσα έγιναν, αυτή θα μείνει. Όμως τώρα, ετούτη τη στιγμή δεν το καταλαβαίνεις. Έπειτα, σε λίγα γραμμικά χρόνια, ζωή. Πώς λέγεται; Λέγεται ζωή. Μια ζεστή πεζοδρομημένη βόλτα. Ή κι αλλιως, μια βόλτα καλυμμένη από χιόνι. Λέγεται πόλη. Συγχώρεσέ με αγαπητή μου αν πεθάνω από σκοτούρες, φρενίτιδα και τρέλα, αν πεθάνω πριν να ‘ναι γραφτό μου, αν δε μπορέσω να σε κοιτάξω αρκετά, αν δε μπορέσω ν’ απολαύσω τους αρχαίους ανεμόμυλους που ορθώνονται στους σμαραγδένιους λόφους με τις αψιθιές, αν δε μπορέσω να πιω νερό απ’ τ’ άχραντα χέρια σου, αν δεν προλάβω να τελειώσω τη βόλτα μου, αν δεν πω όλα όσα ήθελα να πω, για σένα και για μένα, αν μια μέρα πεθάνω χωρίς να πω αντίο, συγχώρεσέ με. Η αλήθεια είναι πως πριν απ’ το μακρύ ταξίδι επιθυμώ να πω όσα περισσότερα μπορώ για πράγματα τα οποία εσύ, φυσικά, γνωρίζεις ήδη από καιρό ή απλώς μαντεύεις. Όλοι μας μαντεύουμε. Επιθυμώ να πω πως ήμασταν παλιοί γνωστοί σ’ αυτήν εδώ τη γη, ίσως θυμάσαι. Κι έτσι ερχόμαστε άλλη μια, επιστρέφουμε για να συναντηθούμε και πάλι. Εμείς-Αυτοί που επέστρεψαν. Τώρα ξέρεις. Τη λένε Veta. Αυτό είναι τ΄όνομά της. Και πάλι.
5.
Όλα αυτά τα χρόνια η ζωή μας ήταν απίθανα ενδιαφέρουσα και γεμάτη αλλά στα πάνω και στα κάτω μας δεν ξεχάσαμε ποτέ το ειδικό σχολείο και τους καθηγητές μας κι ειδικά τη Veta Arkadievna. Φέρνουμε στο μυαλό μας πολλές φορές τη στιγμή που μπαίνει για πρώτη φορά στην τάξη και μεις στέκουμε όρθιοι και την κοιτάμε κι οτιδήποτε ως τότε γνωρίζαμε για τον κόσμο είναι πια άχρηστο, βλαμμένο, κούφιο από νόημα και πέφτει σα φλούδα ή σαν παλιό δέρμα ή ίσως σαν κέλυφος.
Και γιατί δε μας λες ακριβώς πώς έμοιαζε όταν μπήκε στην τάξη, γιατί δε μας δίνεις ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό;
Όχι, όχι είναι αδύνατον, είναι ανώφελο, θα ξεχειλώσει την κουβέντα μας και θα χαθούμε σε επεξηγήσεις και λεπτομέρειες.
Καλώς, σ’ αυτή την περίπτωση δώσε μας τουλάχιστον μια περιγραφή της τάξης της Βιολογίας και των μαθητών, εκείνων που πρώτα στάθηκαν κι ύστερα έκατσαν, επίσης δώσε μια αναλυτική περιγραφή των συμμαθητών μας που ήταν παρόντες στο μάθημα.
Υπήρχαν βαλσαμωμένα παραγεμισμένα πουλιά, ενυδρεία και γυαλόκηποι, υπήρχε κρεμασμένο στον τοίχο ένα πορτρέτο του ενενηκονταετούς επιστήμονα Pavlov να καβαλά ένα ποδήλατο, στα περβάζια υπήρχαν γλάστρες και κουτιά με γρασίδια και λουλούδια κι ανάμεσά τους υπήρχαν κάπως πολύ εξωτικά και κάπως πολύ παλιά φυτά, από κάποια Κρητιδική Περίοδο. Κι ακόμα υπήρχε ένα φυτολόγιο και μια συλλογή από πεταλούδες που συγκεντρώθηκαν με κόπους γενεών.
Κι υπήρχαμε και μεις, χαμένοι μες στις φυλλωσιές, μες σε αρχέγονα δάση, σε αλσύλλια, ανάμεσα σε μικροσκόπια, πεσμένα φύλλα και πολύχρωμα πλαστικά εκμαγεία ανθρώπινων και μη ανθρώπινων σωθικών και μελετούσαμε.
Σε παρακαλώ πες για μας, για μας που καθόμασταν εκεί.
Τα πιο πολλά απ’ τα επίθετα των μαθητών δεν τα θυμάμαι τώρα όμως θυμάμαι πως ανάμεσά μας υπήρχε για παράδειγμα ένα αγόρι που στοιχημάτιζε –και κέρδιζε- να φάει πόσες μύγες στη σειρά, υπήρχε ένα κορίτσι που μπορούσε ξαφνικά να σηκωθεί και να γδυθεί γιατί νόμιζε πως έχει όμορφη κορμοστασιά. Υπήρχε ένα αγόρι που κρατούσε συνέχεια το χέρι μες στην τσέπη του και δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς γιατί του έλειπε το θάρρος. Υπήρχε ένα κορίτσι που έγραφε γράμματα στον εαυτό της και τα απαντούσε. Υπήρχε ένα αγόρι με πολύ μικρά χέρια. Και υπήρχε κι ένα κορίτσι με πολύ μεγάλα μάτια, με μια μακριά μαύρη κοτσίδα και μακριές βλεφαρίδες. Αλλά πέθανε περίπου όταν πηγαίναμε στην Πέμπτη κι ίσως ήταν ακριβώς αυτό το κορίτσι που ο δάσκαλός μας, ο Savl, αποκαλούσε «Ρόδο του Ανέμου». Ναι, ίσως, όμως απ’ την άλλη, ίσως και ποτέ να μην υπήρξε το κορίτσι αυτό κι ίσως να τη φανταστήκαμε όπως φανταστήκαμε κι όλα τ’ άλλα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Κι ύστερα θα έμπαινε στην τάξη η πολυαγαπημένη μας Veta Arkadievna. Αφού θα καθόταν στην έδρα, θα άνοιγε το παρουσιολόγιο και θα φώναζε κάποιον: Μαθητή τάδε τάδε, πες μας για τα ροδόδεντρα. Αυτός θα ξεκινούσε να λέει κάτι, κάτι θα χε να πει αλλά ανεξάρτητα με το τι θα έλεγε αυτός ή κάποιος άλλος, ανεξάρτητα με το τι έχουν να πουν τα επιστημονικά βιβλία της Βοτανικής για τα ροδόδεντρα, κανείς και ποτέ δεν είπε γι αυτά το πιο σημαντικό πράγμα –μ’ ακούς Veta Arkadievna;- το πιο σημαντικό: ότι αυτά, τα ροδόδεντρα, που μεγαλώνουν κάθε ένα λεπτό κάπου στις κοιλάδες των Άλπεων, είναι πολύ πιο χαρούμενα από μας γιατί δε γνωρίζουν ν’ αγαπούν και δε γνωρίζουν να μισούν κι επίσης, ούτε καν που πεθαίνουν.
*υστερόγραφο: Η νουβέλα Σχολή Ηλιθίων, κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι με τη διαδεδομένη μέθοδο της samizdat -αυτοέκδοση, τις περισσότερες φορές χειρόγραφη, των λογοκριμένων κειμένων της περιόδου. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1976 στη Νέα Υόρκη από τον εκδοτικό οίκο Ardis Publishing στα ρωσικά και έναν χρόνο αργότερα στα αγγλικά.
τρα-τα-τα, τί; Λίγη μουσική: