Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

5 αποσπάσματα από το βιβλίο του Sasha Sokolov, Shkola dlia durakov (Σχολή Ηλιθίων), 1973*

μετάφραση: Μάτα Καστρησίου

1.

φωτογραφία: Μάτα Καστρησίου, Blagoevgrad, Βουλγαρία

Επιτρέψτε μου ένα απλουστευμένο συμπέρασμα: αν είσαι Υπουργός, δε μπορείς να ξέρεις με ακρίβεια τι συμβαίνει στους δρόμους και στους ουρανούς γιατί ακόμα κι αν έχεις παράθυρο στο γραφείο σου, δεν προλαβαίνεις να κοιτάξεις απέξω, έχεις πάρα πολλά ραντεβού, συναντήσεις και τηλεφωνήματα. Κι όσο ο θυρωρός μπορεί με ευκολία να γνωρίζει για τη χιονόπτωση παρατηρώντας τις νιφάδες στα καπέλα των επισκεπτών, εσύ, ο Υπουργός, δε μπορείς, γιατί οι επισκέπτες αφήνουν τα πανωφόρια και τα καπέλα τους στη γκαρνταρόμπα κι ακόμα κι αν δεν τα αφήνουν, όσο περιμένουν για να μπουν στο ασανσέρ, οι χιονονιφάδες λιώνουν. Κι είναι αυτός ο λόγος που εσύ, ο Υπουργός πιστεύεις ότι έχει πάντα καλοκαίρι εκεί έξω. Δεν είναι όμως αλήθεια. Έτσι αν θέλεις να είσαι ένας σοφός Υπουργός, ρώτα τον θυρωρό τί καιρό κάνει εκεί έξω.

2.

έργο του lazy_down για την ταινία «Stand by me» (Rob Reiner, 1986)

Ερχόμαστε, μπουκάρουμε άγρια, κουβαλώντας στoυς χαρτοφύλακές μας εντομολογικές σημειώσεις και σχέδια για την ανακατασκευή του χρόνου και πολύχρωμα δίχτυα-παγίδες για χιονένιες πεταλούδες. Οι μακριές –ίσαμε δυο μέτρα μακριές- λαβές από αυτά τα υπέροχα δίχτυα εξέχουν απ’ τους χαρτοφύλακες και χαράζουν τις γωνίες και τα αυτάρεσκα πορτρέτα των επιστημόνων στους τοίχους. Μπουκάρουμε άγρια: Αγαπητέ Σαβλ Πέτροβιτς, είναι αδύνατον πια να μελετήσει κανείς στο φρικτό σχολείο μας, έχει πολύ διάβασμα στο σπίτι, σχεδόν όλοι οι δάσκαλοι είναι τρελοί, δεν είναι καθόλου εξυπνότεροι από μας, καταλαβαίνεις, κάτι πρέπει να γίνει, κάποιο αποφασιστικό βήμα είναι απαραίτητο να γίνει, ίσως γράμματα εδώ κι εκεί, ίσως μποϋκοτάζ και απεργίες πείνας, οδοφράγματα και φεγγαρόψαρα, ταμπούρλα και ταμπουρίνα, να κάψουμε τα ημερολόγια και τις εφημερίδες, ένα παρανάλωμα στην υγειά όλων των ειδικών σχολείων του κόσμου, κοίτα, εδώ, μέσα στους χαρτοφύλακές μας, έχουμε δίχτυα-παγίδες για πεταλούδες. Θα σπάσουμε τις λαβές απ’ τα δίχτυα και θα πιάσουμε όλους τους αληθινούς βλαμμένους και θα ρίξουμε τα δίχτυα στα κεφάλια τους σαν ζουρλοκαπέλα και θα τους χτυπάμε με τις λαβές πάνω στα αξιολύπητα κεφάλια τους. Θα οργανώσουμε μια μεγαλειώδη μαζική πολιτική εξόντωση και όλους αυτούς που μας βασάνισαν για τόσο καιρό μέσα στα βλαμμένα για βλαμμένους σχολεία μας, θα τους κάνουμε να τρέχουν κατουρημένοι και να λύνουν προβλήματα για αναβάτες ποδηλάτων, όσο εμείς, πρώην μαθητές, απελευθερωμένοι απ’ τη σκλαβιά του μελανιού και της κιμωλίας, θα καβαλάμε τα εξοχικά μας ποδήλατα και θα ξεχυνόμαστε ίσια κάτω στις λεωφόρους, θα χαιρετάμε πού και πού στον δρόμο μας ευγενικά κορίτσια με κοντοφουστανάκια και ταπεινά σκυλιά, θα γίνουμε οι ποδηλάτες των προαστίων και των σημείων Α, Β και C και θα κάνουμε αυτούς τους καταραμένους τρελούς, αυτούς τους μπανταρισμένους τρελούς να λύνουν προβλήματα για μας και αντί για μας, εμάς, τους ποδηλάτες. Θα είμαστε οι ποδηλάτες και οι ταχυδρόμοι σαν τον Μικέγιεφ ή σαν αυτόν που –εσύ Σαβλ- φωνάζεις «Αγγελιαφόρο». Εμείς όλοι, πρώην καθυστερημένοι, θα γίνουμε Αγγελιαφόροι και θα ‘ναι θαυμάσιο. Θυμάσαι, μια φορά μας ρώτησες αν πιστεύουμε σ’ αυτόν τον άνδρα και είπαμε ότι δεν ξέραμε καλά καλά τι να σκεφτούμε για την αφεντιά του, αλλά τώρα, τώρα που το αποτεφρωμένο καλοκαίρι έδωσε τη θέση του στο σκοτεινό φθινόπωρο κι οι διαβάτες κρύβουν τα κεφάλια στα κασκόλ τους και σκέφτονται να μεταμορφωθούν σε πουλιά, τώρα σπεύδουμε να ενημερώσουμε προσωπικά εσένα αγαπητέ Σαβλ Πέτροβιτς αλλά και όλους τους προοδευτικούς παιδαγωγούς ότι δεν έχουμε καμμιά αμφιβολία για την ύπαρξη του Αγγελιαφόρου και δεν έχουμε επίσης καμμιά αμφιβολία ότι το μέλλον –τίγκα στα ποδήλατα και στους τροχιοδρομείς Αγγέλους- καταφθάνει. Και από δω, από το αηδιαστικό αποδυτήριο των αγοριών με τα μπογιατισμένα παράθυρα και τα γλιτσιασμένα πατώματα, ουρλιάζουμε σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο: Ζήτω ο Αγγελιαφόρος του Ανέμου!

3.

φωτογραφία: Dean Conger, 1975, Μέτρο Μόσχας

Πώς σε λένε με λένε Vetka είμαι ένα κλαδί ακακίας είμαι ένα κλαδί του σιδηροδρόμου είμαι η Veta έγκυος απ’ το ευγενικό πουλί τ’ αηδόνι κυοφορώ το καλοκαίρι του μέλλοντός μας και τη συντριβή του εμπορικού τρένου εδώ πάρε με πάρε με φθίνω έτσι κι αλλιώς κάτι τέτοιο είναι φθηνό στο σταθμό δεν κοστίζω παρά ένα ρούβλι κι αγοράζομαι με εισιτήρια κι αν θες ν’ ανέβεις απλώς έτσι απλώς τσάμπα δεν θα υπάρχει ελεγκτής είναι άρρωστος θα πεθάνω σύντομα στις ράγες πονάω θα πονάω άφησέ με όταν πεθάνω άφησε με γράσο στους τροχούς και στις παλάμες σου τι είναι οι παλάμες σου μέσα σ’ αυτά τα γάντια είπα ένα ψέμα είμαι η Veta αγνό ολόλευκο κλαδί ανθίζω και δε δικαιούσαι κατοικώ σε οπωρώνες μη φωνάζεις δε φωνάζω το τρένο που πλησιάζει φωνάζει «τρα-τα-τατά» τί συμβαίνει «τρα-τα-τα» τί «τρα» ποιός είναι εκεί «τα» πού εκεί πού εκεί Veta κλαδί ιτιά κλαδί ιτιάς εκεί έξω απ’ το παράθυρο σ’ αυτό το σπίτι «τρα-τα-τομ» για ποιόν για τί για ένα ιτιάς κλαδί για του ανέμου τη φορά λεωφορεία λεωφορεία φορεία εκπτωτική βραδινή τιμή τιμής ένεκεν ας προς αυτό που δεν είν’ εδώ ο Ληθαίος ποταμός ο ωραίος Ληθαίος δεν είναι εδώ για σένα, αμάξια χρώματος Veta χρώματος Άλβα Βήτα Γάμμα και λοιπά αλλά κανείς δεν το ξέρει αυτό γιατί κανείς δε θέλησε να μας διδάξει Ελληνικά ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος από μεριάς τους είναι δικό τους λάθος που δε μπορούμε να κατονομάσουμε ουτ’ ένα πλοίο.

4.

από το οικογενειακό άλμπουμ, Πάσχα, δεκαετία του ’80.

Η παιδική ηλικία θα περάσει σαν πορτοκαλί τραμ που τρίζει πάνω στη γέφυρα σκορπώντας εξωπραγματικούς σπινθήρες. Αλλά θα υπάρξει ένα κορίτσι που θα κοιμάται στην άμμο, στις όχθες του ποταμού –ένα απλό κορίτσι με μακριές βλεφαρίδες και καθαρό σφιχτό μπανιερό. Πανέμορφο. Σχεδόν πανέμορφο. Σχεδόν όχι πανέμορφο, θα ονειρεύεται αγριολούλουδα. Μέσα Ιουλίου. Μπορείς ν’ ακούσεις την κόρνα του πλοίου, το πιτσίλισμα, το τρεμόπαιγμα που φθίνει. Στην απέναντι όχθη, κάποιος μιλά σ’ ένα φίλο, ανάβει φωτιά για τσάι. Γελούν. Αυτό είναι η ευτυχία αλλά δεν το ξέρεις. Αλλά θα δεις, θα το δεις. Κι εσύ ο ίδιος, ποιός είσαι επιτέλους; Ούτε αυτό το ξέρεις. Θα το μάθεις αργότερα, όταν θα χτυπήσεις τις χορδές της μνήμης. Όταν γίνεις όλος μνήμες. Όταν μεταμορφωθείς ολοκληρωτικά σε μνήμη. Θα γίνεις ό,τι πιο γοητευτικό στον κόσμο κι ότι πιο σκληρό κι αιώνιο. Και σ’ όλη σου τη ζωή θα προσπαθείς ν’ απομακρύνεις τον πόνο απ’ τα κουβαριασμένα αγγεία του ηλιακού πλέγματος. Ωστόσο, τα κλαδιά της ιτιάς και το κορίτσι που κοιμάται στη ζεστή άμμο τη δέκατη πέμπτη ημέρα του Ιουλίου του αμετάκλητου ετούτου έτους περίπου, αυτά θα μείνουν.

Ξημέρωσε. Μονάχος και χαμένος -σαν εκκλησιά πως στέκομαι στον άνεμο, ήρθες να πεις σ’ αυτό το σπίτι κατοικούν χρυσά πουλιά. Η δροσιά πεθαίνει κάτω απ’ τις πατούσες μου. Η μέρα απαιτεί ένα πρόσωπο. Η μέρα ολόσαρκη. Χαμογέλα, προσπάθησε να μην κινείσαι, θα βγάλουμε μια φωτογραφία. Μια φυσική πόζα, στο κάτω κάτω μετά απ’ όλα όσα έγιναν, αυτή θα μείνει. Όμως τώρα, ετούτη τη στιγμή δεν το καταλαβαίνεις. Έπειτα, σε λίγα γραμμικά χρόνια, ζωή. Πώς λέγεται; Λέγεται ζωή. Μια ζεστή πεζοδρομημένη βόλτα. Ή κι αλλιως, μια βόλτα καλυμμένη από χιόνι. Λέγεται πόλη. Συγχώρεσέ με αγαπητή μου αν πεθάνω από σκοτούρες, φρενίτιδα και τρέλα, αν πεθάνω πριν να ‘ναι γραφτό μου, αν δε μπορέσω να σε κοιτάξω αρκετά, αν δε μπορέσω ν’ απολαύσω τους αρχαίους ανεμόμυλους που ορθώνονται στους σμαραγδένιους λόφους με τις αψιθιές, αν δε μπορέσω να πιω νερό απ’ τ’ άχραντα χέρια σου, αν δεν προλάβω να τελειώσω τη βόλτα μου, αν δεν πω όλα όσα ήθελα να πω, για σένα και για μένα, αν μια μέρα πεθάνω χωρίς να πω αντίο, συγχώρεσέ με. Η αλήθεια είναι πως πριν απ’ το μακρύ ταξίδι επιθυμώ να πω όσα περισσότερα μπορώ για πράγματα τα οποία εσύ, φυσικά, γνωρίζεις ήδη από καιρό ή απλώς μαντεύεις. Όλοι μας μαντεύουμε. Επιθυμώ να πω πως ήμασταν παλιοί γνωστοί σ’ αυτήν εδώ τη γη, ίσως θυμάσαι. Κι έτσι ερχόμαστε άλλη μια, επιστρέφουμε για να συναντηθούμε και πάλι. Εμείς-Αυτοί που επέστρεψαν. Τώρα ξέρεις. Τη λένε Veta. Αυτό είναι τ΄όνομά της. Και πάλι.

5.

το εργαστήρι της εικαστικού Cindy Sherman όπως το φωτογράφησε ο Franck Bohbot.

Όλα αυτά τα χρόνια η ζωή μας ήταν απίθανα ενδιαφέρουσα και γεμάτη αλλά στα πάνω και στα κάτω μας δεν ξεχάσαμε ποτέ το ειδικό σχολείο και τους καθηγητές μας κι ειδικά τη Veta Arkadievna. Φέρνουμε στο μυαλό μας πολλές φορές τη στιγμή που μπαίνει για πρώτη φορά στην τάξη και μεις στέκουμε όρθιοι και την κοιτάμε κι οτιδήποτε ως τότε γνωρίζαμε για τον κόσμο είναι πια άχρηστο, βλαμμένο, κούφιο από νόημα και πέφτει σα φλούδα ή σαν παλιό δέρμα ή ίσως σαν κέλυφος.

Και γιατί δε μας λες ακριβώς πώς έμοιαζε όταν μπήκε στην τάξη, γιατί δε μας δίνεις ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό;

Όχι, όχι είναι αδύνατον, είναι ανώφελο, θα ξεχειλώσει την κουβέντα μας και θα χαθούμε σε επεξηγήσεις και λεπτομέρειες.

Καλώς, σ’ αυτή την περίπτωση δώσε μας τουλάχιστον μια περιγραφή της τάξης της Βιολογίας και των μαθητών, εκείνων που πρώτα στάθηκαν κι ύστερα έκατσαν, επίσης δώσε μια αναλυτική περιγραφή των συμμαθητών μας που ήταν παρόντες στο μάθημα.

Υπήρχαν βαλσαμωμένα παραγεμισμένα πουλιά, ενυδρεία και γυαλόκηποι, υπήρχε κρεμασμένο στον τοίχο ένα πορτρέτο του ενενηκονταετούς επιστήμονα Pavlov να καβαλά ένα ποδήλατο, στα περβάζια υπήρχαν γλάστρες και κουτιά με γρασίδια και λουλούδια κι ανάμεσά τους υπήρχαν κάπως πολύ εξωτικά και κάπως πολύ παλιά φυτά, από κάποια Κρητιδική Περίοδο. Κι ακόμα υπήρχε ένα φυτολόγιο και μια συλλογή από πεταλούδες που συγκεντρώθηκαν με κόπους γενεών.

Κι υπήρχαμε και μεις, χαμένοι μες στις φυλλωσιές, μες σε αρχέγονα δάση, σε αλσύλλια, ανάμεσα σε μικροσκόπια, πεσμένα φύλλα και πολύχρωμα πλαστικά εκμαγεία ανθρώπινων και μη ανθρώπινων σωθικών και μελετούσαμε.

Σε παρακαλώ πες για μας, για μας που καθόμασταν εκεί.

Τα πιο πολλά απ’ τα επίθετα των μαθητών δεν τα θυμάμαι τώρα όμως θυμάμαι πως ανάμεσά μας υπήρχε για παράδειγμα ένα αγόρι που στοιχημάτιζε –και κέρδιζε- να φάει πόσες μύγες στη σειρά, υπήρχε ένα κορίτσι που μπορούσε ξαφνικά να σηκωθεί και να γδυθεί γιατί νόμιζε πως έχει όμορφη κορμοστασιά. Υπήρχε ένα αγόρι που κρατούσε συνέχεια το χέρι μες στην τσέπη του και δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς γιατί του έλειπε το θάρρος. Υπήρχε ένα κορίτσι που έγραφε γράμματα στον εαυτό της και τα απαντούσε. Υπήρχε ένα αγόρι με πολύ μικρά χέρια. Και υπήρχε κι ένα κορίτσι με πολύ μεγάλα μάτια, με μια μακριά μαύρη κοτσίδα και μακριές βλεφαρίδες. Αλλά πέθανε περίπου όταν πηγαίναμε στην Πέμπτη κι ίσως ήταν ακριβώς αυτό το κορίτσι που ο δάσκαλός μας, ο Savl, αποκαλούσε «Ρόδο του Ανέμου». Ναι, ίσως, όμως απ’ την άλλη, ίσως και ποτέ να μην υπήρξε το κορίτσι αυτό κι ίσως να τη φανταστήκαμε όπως φανταστήκαμε κι όλα τ’ άλλα σ’ αυτόν τον κόσμο.

Κι ύστερα θα έμπαινε στην τάξη η πολυαγαπημένη μας Veta Arkadievna. Αφού θα καθόταν στην έδρα, θα άνοιγε το παρουσιολόγιο και θα φώναζε κάποιον: Μαθητή τάδε τάδε, πες μας για τα ροδόδεντρα. Αυτός θα ξεκινούσε να λέει κάτι, κάτι θα χε να πει αλλά ανεξάρτητα με το τι θα έλεγε αυτός ή κάποιος άλλος, ανεξάρτητα με το τι έχουν να πουν τα επιστημονικά βιβλία της Βοτανικής για τα ροδόδεντρα, κανείς και ποτέ δεν είπε γι αυτά το πιο σημαντικό πράγμα –μ’ ακούς Veta Arkadievna;- το πιο σημαντικό: ότι αυτά, τα ροδόδεντρα, που μεγαλώνουν κάθε ένα λεπτό κάπου στις κοιλάδες των Άλπεων, είναι πολύ πιο χαρούμενα από μας γιατί δε γνωρίζουν ν’ αγαπούν και δε γνωρίζουν να μισούν κι επίσης, ούτε καν που πεθαίνουν.

αγνώστου, Nizhny Novgorod, USSR, 1990

*υστερόγραφο: Η νουβέλα Σχολή Ηλιθίων, κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι με τη διαδεδομένη μέθοδο της samizdat -αυτοέκδοση, τις περισσότερες φορές χειρόγραφη, των λογοκριμένων κειμένων της περιόδου. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1976 στη Νέα Υόρκη από τον εκδοτικό οίκο Ardis Publishing στα ρωσικά και έναν χρόνο αργότερα στα αγγλικά.

τρα-τα-τα, τί; Λίγη μουσική:

4 ποιήματα της Margaret Atwood

από τη συλλογή «Dearly»

( © 2020, HarperCollins Publishers )

μετάφραση: Μάτα Καστρησίου

«Every One», Cannupa Hanska Luger, Museum of Arts and Design, New York NY, 2019
Εγκατάσταση που αποτελείται από 4000 χειροποίητες χάντρες φτιαγμένες από εκατοντάδες κοινότητες της Αμερικής. Κάθε χάντρα συμβολίζει μια εξαφανισμένη ή δολοφονημένη Ιθαγενή γυναίκα, κορίτσι, Queer ή Trans άτομο.

Princess Clothing

i.

Πολλοί μιλούν για τα ρούχα που θα έπρεπε να φοράει

ώστε να είναι στυλάτη ή έστω

ώστε να μη δολοφονηθεί.

Οι γυναίκες που μετακόμισαν δίπλα

τύλιξαν μέσα σε υφάσματα

την έγκριση που δεν παραχωρήθηκε.

Δίνουν κακό παράδειγμα.

Λιθοβολήστε τις.

The REDress Project, Jaime Black, National Museum of the American Indian-Washington, 2019 

Shadow

Κάποιος ποθεί το σώμα σου.

Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;

Επαιτεία, δάνειο, αγορά ή κλοπή;

Βόθρος ή βάθρο;

Έτσι πάει με τα σώματα

που κάποιος ποθεί.

Για σένα πόσο αξίζει;

Ένα τριαντάφυλλο, ένα διαμάντι,

λίγο ζεστό χρήμα, ένα πείραγμα, ένα ποτό;

Μια ψευδαίσθηση πως σε κάποιον αρέσεις;

Τέτοιο γενναιόδωρο πλάσμα που είσαι

θα μπορούσες να το χαρίσεις, αυτό το σώμα,

αλλιώς μπλακ άουτ και σ’ αρπάξανε

και ποτέ δε θα μάθεις.

Αποχαιρέτησέ το, το σώμα

που ήταν κάποτε δικό σου.

Έσβησε και τώρα τρέχει,

τυλιγμένο σε γούνες, χορεύει

ή αιμάσσει σ΄ένα λιβάδι.

Έτσι κι αλλιώς σου ήταν αχρείαστο

τραβούσε πολύ την προσοχή

Καλύτερα μονάχα με μια σκιά να πορεύεσαι.

Κάποιος ποθεί τη σκιά σου.

Anna Mendieta, Silueta Series,1978

At the Translation Conference

Στη γλώσσα μας

δεν έχουμε λέξεις για το αυτός ή το αυτή

ή το εκείνος ή το εκείνη.

Βοηθά καλύτερα αν βάλεις εξαρχής μια φούστα ή μια γραβάτα

ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

Στην περίπτωση ενός βιασμού, βοηθά εξίσου

να γνωρίζεις την ηλικία:

ήταν ένα παιδί ή μια ηλικιωμένη;

Αυτό, για να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους βάση.

Ακόμα, στη γλώσσα μας εκλείπει ο μέλλοντας χρόνος:
αυτό που θα συμβεί, συμβαίνει ήδη.

Ωστόσο μπορείς να προσθέσεις μια λέξη όπως Αύριο

ή αλλού Την Τετάρτη.

Θα καταλάβουμε  τι θες να πεις.

Χρησιμοποιούμε τέτοιου είδους λέξεις για τα πράγματα τα οποία τρώγονται.

Τα πράγματα που δεν τρώγονται δεν έχουν λέξη να τα ονοματίζει.

Τι να το κάνεις το όνομα;

Ένα όνομα είναι χρήσιμο για τα φυτά, τα πουλιά

και τα μανιτάρια που χρησιμοποιούνται στις κατάρες.

Σ’ αυτή τη μεριά του τραπεζιού

οι γυναίκες δεν λένε Όχι.

Υπάρχει λέξη για το Όχι όμως οι γυναίκες δεν την λένε.

Θα ήταν ιδιαιτέρως άκομψο

Να πεις Όχι, μπορείς να πεις Ίσως.

Τις περισσότερες φορές,

λειτουργεί.

Σ’ αυτή τη μεριά του τραπεζιού υπάρχουν έξι κατηγορίες:

οι αγέννητοι, οι νεκροί, οι ζωντανοί,

τα πράγματα που μπορείς να πιεις, τα πράγματα που δεν μπορείς να πιεις,

τα πράγματα που δεν μπορείς να ονοματίσεις.

Είναι μια καινούρια ή μια παλιά λέξη;

Είναι απαρχαιωμένη;

Είναι κόσμια ή είναι αργκό;

Πόσο προσβλητική είναι; Απ’ το ένα ως το δέκα;

Την έβγαλες απ’ το κεφάλι σου;

Στο βάθος βάθος του τραπεζιού

ακριβώς δίπλα στην πόρτα,

είναι αυτοί που παίζουν με τη φωτιά.

Αν μεταφράσουν τη λάθος λέξη

μπορεί να δολοφονηθούν

ή το λιγότερο να φυλακισθούν.

Δεν υπάρχει λίστα που να περιλαμβάνει τις επικίνδυνες λέξεις.

Θα τις μάθουν μονάχα εκ των υστέρων,

όταν ίσως δεν θα ‘χει πια σημασία

η γραβάτα ή η φούστα

ή αν θα μπορούν να πουν Όχι.

Στα καφέ κάθονται με την πλάτη στον τοίχο

σε τραπέζια γωνιακά.

Αυτό που θα συμβεί, συμβαίνει ήδη.

Dresses of Sorrow (έκθεση), South Shields Museum, 2021
144 φορέματα για τις 144 γυναίκες που δολοφονήθηκαν μέσα σε έναν χρόνο.
Dresses of Sorrow II
80 αρκουδάκια για τα 80 παιδιά που έχασαν τις μαμάδες τους.
11 αρκουδάκια για τα 11 παιδιά που έχασαν τη ζωή τους λόγω ενδοοικογενειακής βίας.

Empty Chair *

Αυτό που ήταν η αδελφή μου

Είναι τώρα μια άδεια καρέκλα

Δεν είναι πια

Δεν είναι πια εδώ

Είναι τώρα αέρας

Είναι τώρα κενό.

«Not another isolated incident», Dinahvagina
Manslaughter (έκθεση), Volcano Theatre, Swansea, 2021

*σημείωση

Το ποίημα «Empty Chair» αποτελεί τμήμα του έργου «Songs for Murdered Sisters» (απ’ το οποίο δανείστηκα και τον τίτλο του post). Πρόκειται για ένα μουσικό έργο οκτώ τραγουδιών για βαρύτονο σε ποίηση της Margaret Atwood και σύνθεση του Jake Heggie. Τραγουδά ο Joshua Hopkins.

Το 2015, στο Οντάριο, ένας άνδρας δολοφόνησε τρεις πρώην συντρόφους του στα τρία διαφορετικά τους σπίτια. Μία απ’ τις τρεις, η Nathalie Warmerdam ήταν η αδελφή του Joshua Hopkins.

Η Margaret Atwood έγραψε «Ήξερα δύο γυναίκες που δολοφονήθηκαν κι οι δυο από πρώην συντρόφους τους, έτσι η δολοφονία της αδελφής του Joshua ήχησε μέσα μου βαθειά. Ωστόσο δεν μπορούσα να υποσχεθώ το παραμικρό: τα τραγούδια και τα ποιήματα είτε προκύπτουν είτε δεν προκύπτουν. Ύστερα έγραψα όλο το έργο μονομιάς. Προτίμησα πληθυντικό αριθμό «αδελφές», τις έκανα πολλές γιατί πράγματι είναι -δυστυχώς είναι πάρα πολλές. Αδελφές, κόρες, μανάδες. Πάρα πολλές».

Αποφάσισα να παρακολουθήσω στο coursera ένα δωρεάν μάθημα του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης για τη Σύγχρονη Ρώσικη Λογοτεχνία. Ο δάσκαλος ήταν σαφής: μην προχωρήσετε παρακάτω αν δε διαβάσετε τη λίστα των βιβλίων που σας δίνω. Πρώτο πρώτο στη σειρά ήταν το «Moscow to the End of the Line» του Venedikt Yerofeyev. Κατάφερα ευτυχώς να ανακαλύψω μια αγγλική μετάφραση ελεύθερη στο διαδίκτυο και προχτές το τελείωσα.

Ο Yerofeyev έγραψε το «Moscow to the End of the Line» ή «Moscow-Petushki» το 1969, χρονιά κατά την οποία ο συγγενής από την άλλη όχθη εκπρόσωπος της Βeat, Jack Kerouac θα πέθαινε από το αλκοόλ και ο άλλος συγγενής William Burroughs θα έγραφε τα «Άγρια Αγόρια». O Yerofeyev ίσως ήξερε -ίσως και όχι- την ύπαρξη των beat αδελφών του, το ζήτημα είναι πως ο ένας απ’ την κρυσταλλιασμένη Ρωσία κι οι άλλοι από τη σκονισμένη Αμερική κραύγαζαν  ταυτόχρονα την αποκαλυπτική διάλυση ενός καλοκατασκευασμένου κόσμου. Το «Moscow-Petushki- κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι εξαιτίας της λογοκρισίας. Αυτό που εμείς ονομάζουμε «αυτοέκδοση», στο Ανατολικό Μπλοκ ήταν γνωστό ως «Самиздат» (Samizdat). Δεν εκδόθηκε παρά το 1973, στο Ισραήλ. Στη Σοβιετική Ένωση κυκλοφόρησε το 1989.

Moscow_Petushki.jpg

O Yerofeyev γεννήθηκε το ’38 στη Ρωσία, πολύ πιο πάνω απ’ τον Αρκτικό Κύκλο, ο πατέρας του κατηγορήθηκε για αντι-σοβιετική προπαγάνδα και κατάφερε να επιβιώσει για 16 χρόνια σε στρατόπεδο της Γκούλαγκ, η μητέρα αδυνατούσε να ζήσει τα παιδιά, η φροντίδα των παιδιών πέρασε στο κράτος.

Ο Yerofeyev εκδιώχθηκε από όλα τα Πανεπιστήμια απ’ τα οποία πέρασε λόγω συμπεριφοράς ( ή «πολιτικών φρονημάτων») ώσπου του αφαιρέθηκε και το διαβατήριο. Ξεκίνησε να διασχίζει «ξεπαπούτσωτος» και αλκοολικός τις Ρωσικές εκτάσεις, πέρασε στην Ουκρανία, έφτασε στο Ουζμπεκιστάν. Ζούσε όπως οι Beat αδελφοί του: αλκοόλ, γράψιμο, αλκοόλ, συνομιλία με τον Θεό, αλκοόλ, συνομιλία με τους Αγγέλους, γράψιμο, αλκοόλ, οράματα, ανάθεμα, νιρβάνα του πόνου, ανάθεμα, μη παραδοχή, μη αποδοχή, κραυγή για αγάπη, αλκοόλ, παραισθήσεις, αλκοόλ, κραυγή για τρυφερότητα, κραυγή για την υπέρβαση, καταγραφή της διάλυσης των κεκτημένων, καταγραφή της ασφυξίας του καθεστώτος, δρόμος, ταξίδι, ψυχεδέλεια, κούραση, αλκοόλ.

Στα 47 του διαγνώστηκε με καρκίνο του λάρυγγα και πέθανε το 1990, έναν χρόνο πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Λίγα χρόνια αργότερα, η δεύτερη γυναίκα του αυτοκτόνησε βουτώντας απ’ τον 13ο όροφο του διαμερίσματός της στη Μόσχα. Είχε πει για τον Yerofeyev «αυτό που ζούσε δεν ήταν ζωή, ήταν λαχτάρα. Απο παγκάκι σε παγκάκι, από σταθμό σε σταθμό. Μολαταύτα, δε σήκωσε ποτέ το στυλό απ’ τη σελίδα του».

280full

Το «Moscow to the End of the Line» ιστορεί το παραληρηματικό ταξίδι του Venichka ο οποίος προσπαθεί να φτάσει με το τρένο στο Πετούσκι για να συναντήσει τον γιο και την αγαπημένη του Czaricza. Μέσα στο βαγόνι, ο αλκοολικός Venichka, συναντά πολλούς συνταξιδιώτες κι ο καθένας απ’ αυτούς κουβαλά μονάχος στις πλάτες του τη θλίψη ολόκληρης της Ρωσίας.

Μεταφράζω:

Μ’ αρέσει που οι άνθρωποι της χώρας μου έχουν τέτοια άδεια, διεσταλμένα μάτια. Η εικόνα τους με γεμίζει μ’ ένα αίσθημα τίμιας περηφάνειας. Μπορείς να φανταστείς πώς μοιάζουν αυτά τα μάτια σ’ έναν τόπο όπου όλα πουλιούνται κι αγοράζονται: αποκρυπτικά, αρπακτικά και φοβισμένα. Οι άνθρωποι σε κοιτούν καχύποπτα, με αλύγιστη αγωνία και τρόμο.

Κι απ΄την άλλη, οι άνθρωποί μου έχουν τέτοια μάτια! Είναι συνέχεια ορθάνοιχτα μα χωρίς ένταση, υπάρχει απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε αίσθησης μέσα τους κι ύστερα…Τί δύναμη! Αυτά τα μάτια δεν ξεπουλιούνται. Δεν πουλούν, δεν αγοράζουν το παραμικρό. Οτιδήποτε συμβεί στη χώρα μου, στις μέρες της αμφιβολίας που θα ΄ρθουν, στις μέρες της επαχθούς αντανάκλασης, στους καιρούς της εκδίκασης, της καταστροφής, αυτά τα μάτια δε θα βλεφαρίσουν. Δε δίνουν δεκάρα για τίποτα.

Μ’ αρέσουν οι άνθρωποί μου. Είμαι ευτυχής που γεννήθηκα και μεγάλωσα υπό τη σκέπη αυτών των ματιών.

venedikt-yerofeyev-ee465b15-9cfd-48a3-ae4a-9c1de4fa30f-resize-750.jpeg

Σε κάθε σταθμό που φτάνει το τρένο πριν τον τελικό του προορισμό, ο πρωταγωνιστής αφιερώνει κι ένα καινούριο αφηγηματικό όραμα, μια ανάμνηση της παιδικής του ηλικίας, μια φιλοσοφική θέαση του κόσμου, μια καινούρια συνομιλία με τον Θεό, μια προσευχή. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι εννιά στις δέκα σελίδες του βιβλίου μιλούν για το αλκοόλ, καλύτερα ότι αυτό που ρέει απ’ το στυλό του Yerofeyev δεν είναι μελάνι αλλά αλκοόλ, καλύτερα πως η ιστορία αποτελεί ένα και μόνο παραληρηματικό όραμα που συμβαίνει αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι του συγγραφέα, μια έκλαμψη φωτός και εναλλασσόμενων φασμάτων στο πικ του χανγκόβερ και μια και μόνο κίνηση: την κίνηση που κάνουν τα χείλη όταν ρουφούν απ’ το μπουκάλι το ποτό.

Το ίδιο το βιβλίο είναι μια αποβάθρα η οποία σε κάποια επίτευξη μεταφυσική, θα γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στη δυστοπική Μόσχα και την εύφορη κοιλάδα στην οποία η αγαπημένη Czaricza περιμένει τον Venichka. Η Γη της Επαγγελίας, παίρνει το όνομα «Πετούσκι» κι απέχει 125 χιλιόμετρα μονάχα από την πόλη της ήττας και των χνώτων, της παράλυσης και της παράδοσης.

Στο τέλος του βιβλίου ο Venichka βρίσκεται τύφλα, λιώμα απ’ το ποτό, πίσω ξανά στη Μόσχα, δεν είναι δουλειά του συγγραφέα να απαντήσει με ευκρίνεια εάν το ταξίδι έγινε στην πραγματικότητα ή όχι. «Ίσως και να ‘ναι αυτό το Πετούσκι, τελικά», αναφωνεί ο Venichka καθώς τρέχει να κρυφτεί από μια συμμορία που τον κυνηγά στον δρόμο θέλοντας πιθανώς να τον ληστέψει. Ο Venichka, κόκκαλο, νομίζει πως βλέπει μπροστά του τους Αγγέλους του Θεού που ήρθαν να τον πάρουν, οι «Άγγελοι»-ληστές τον δολοφονούν, τον αφήνουν με το στόμα και το σώμα να χάσκει ξαπλωμένο στη λεωφόρο.

Κλείνοντας το βιβλίο, δε μπορούσα να μη σκεφτώ το τέλος από το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, όπου η Σωτηρία Λεονάρδου -ως Μαρίκα- μαχαιρώνεται από τους Καρναβαλιστές έχοντας προηγουμένως ξεγυμνώσει όλο το Καρναβάλι της ματαιότητας και της αγριάδας αυτού του κόσμου, φεύγει μέσα σε ένα μεταφυσικό όραμα μιας νύχτας των Αποκρεών.

56-3642468-monument-to-moscow-petushki-by-venidikt-yerofeev-installed-in-borby-square.jpeg

Στην πλατεία Borby, στη Μόσχα, υπάρχουν δυο γλυπτά. Το ένα εικονίζει τον Venichka ακουμπησμένο σ΄έναν σταθμό τρένου της Μόσχας υπό την επιγραφή «Δε μπορείς να εμπιστευθείς τη γνώμη ενός ανθρώπου αν δε φτάσει σε χανγκόβερ». Απέναντί του στέκεται η Czaricza, στον σταθμό του τρένου του Πετούσκι υπό την επιγραφή «Στο Πετούσκι το γιασεμί ανθίζει όλο τον χρόνο και τα πουλιά δε σταματούν να κελαηδούν».

unnamed

Ίσως θα ‘πρεπε να πάω να δω τι ώρα είναι. Αλλά ποιόν θα μπορούσα να ρωτήσω όταν δεν υπάρχει ψυχή σε ολόκληρη την πλατεία; Ακόμα κι αν κάποιο ζωντανό πλάσμα ερχόταν κατά δω, θα μπορούσες ποτέ ν’ ανοίξεις το στόμα σου μ’ όλο αυτό το κρύο και τη θλίψη; Ναι. Ω, πόσο άηχο είναι το κρύο κι η θλίψη. Κι αν κάποτε πεθάνω -που θα γίνει πολύ σύντομα- ξέρω ότι θα πεθάνω έτσι όπως είμαι τώρα, χωρίς καθόλου να χω αποδεχτεί αυτόν τον κόσμο, θα τον έχω παρατηρήσει ναι, από κοντά κι από απόσταση, θα τον έχω παρατηρήσει αλλά δε θα τον έχω αποδεχτεί. Θα πεθάνω κι Αυτός θα με ρωτήσει: «Ήταν καλά εκεί που ήσουν; Ήταν κακά εκεί που ήσουν;» Θα μείνω σιωπηλός με τα μάτια κάτω. Θα ‘μείνω σιωπηλός μ’ αυτή τη σιωπή που ‘ναι οικεία σ’ όλους όσους ξέρουν τι έκβαση έχουν οι μέρες που γίνεσαι λιώμα στο μεθύσι . Γιατί, τί είναι άλλο η ζωή ενός ανθρώπου παρά το στιγμιαίο λιώμα της ψυχής; Και τι άλλο παρά η έκλειψη της ψυχής; Όλοι ζούμε λες κι είμαστε κόκκαλο, ο καθένας με τον τρόπο του: ένας γίνεται περισσότερο πίτα κι ο άλλος λιγότερο. Κι αυτό δουλεύει διαφορετικά: ο ένας χασκογελά στα μούτρα αυτού του κόσμου όσο ο άλλος κλαίει από μέσα του.  Ο ένας έχει ήδη ξεράσει και νιώθει καλύτερα όσο ο άλλος μόλις έχεις αρχίσει να νιώθει ότι θέλει να τα βγάλει. Όμως εγώ; Τι είμαι εγώ; Έχω πιει τα πάντα, αλλά τίποτα δε μου λειτουργεί. Δεν έχω γελάσει ποτέ αληθινά, ούτε μια φορά και δεν έχω ξεράσει ποτέ, ούτε μια φορά, εγώ, που έχω πιει τόσο πολύ που ‘χω χάσει το μέτρημα και το νόημα όλων αυτών, είμαι πιο τύφλα από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι απλώς ότι τίποτα δε μου πολυλειτουργεί. «Γιατί είσαι σιωπηλός;» με ρωτάει ο Κύριος μέσα σ΄ένα φως μπλε. Οπότε τί του απαντάω; Απλώς θα μείνω σιωπηλός, σιωπηλός… Ίσως θα ‘πρεπε να ανοίξω επιτέλους το στόμα μου; Να βρω ένα ζωντανό πλάσμα και να ρωτήσω την ώρα; Και τί τη θες την ώρα Venichka; Καλύτερα κάν’την, πήγαινε όπου φυσάει ο άνεμος και συνέχισε να πηγαίνεις λίγο λίγο. Κάποτε είχες έναν ουράνιο Παράδεισο, θα μπορούσες να ‘χεις ρωτήσει την ώρα την προηγούμενη Παρασκευή, όμως τώρα ο Παράδεισος πάει και τί τη θες την ώρα; Η Τσαρίτσα σου με τα κατεβασμένα της βλέφαρα, δεν ήρθε στην πλατφόρμα του τρένου. Κάποια θεότητα σου γύρισε την πλάτη οπότε, τί τη θες την ώρα να τη βρεις, να τη μάθεις, για ποιόν λόγο; Τί σου ‘χει μείνει; Το πρωί βογκάς, το βράδυ κλαις, τη νύχτα τρίζεις τα δόντια σου. Και ποιός, ποιός σε ολόκληρο τον κόσμο δίνει δεκάρα για την καρδιά σου; Ποιός; Ορίστε, εμπρός, χτύπα οποιαδήποτε πόρτα στο Πετούσκι και ρώτα «Τί σας νοιάζει η καρδιά μου;»

7_june_-_the_hero_that_never_saw_kremlin.png

Το βιβλίο του Yerofeyev έγινε ντοκιμαντέρ από τον Pawlikowski -από ποιόν άλλον δηλαδή θα μπορούσε- και μάλιστα είναι η πρώτη του δουλειά. Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζεται και ο ίδιος ο συγγραφέας αφότου έχει ήδη διαγνωσθεί με καρκίνο του λάρυγγα και μιλάει με τη βοήθεια ηλεκτρολάρυγγα. Δεν ξέρω ποιά είναι πιο αποκαλυπτική τέχνη, το βιβλίο του Yerofeyev ή ο ήχος που βγάζει ο ίδιος ο Yerofeyev στην προσπάθειά του να μιλήσει.

Στο ντοκιμαντέρ του Pawlikowski εμφανίζεται ένας Ρώσος, ένας άνδρας με γυαλιά μυωπίας στις χιονισμένες ράγες του τρένου και λέει «Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα να κάνει κανείς εδώ εκτός απ’ το να πίνει. Το πρωί πηγαίνουμε στο μαγαζί που πουλάει αλκοόλ στο χωριό μας, αν δεν έχουν βότκα πηγαίνουμε σε άλλο χωριό και μετά σε άλλο».

Η δυστοπία του Σοβιετικού Καθεστώτος, αυτή η ζωή μέσα στη ζωή που περισσότερο με παραίσθηση φαντάζει, η ακινησία των στιβαρών κτισμάτων, τα χνώτα και το βρώμικο χιόνι, η χωροχρονική αυτή τρύπα γίνεται αφήγηση απ’ τη Μόσχα στο Πετούσκι και πάλι πίσω και ξανά, ώσπου να αλλάξει κάτι. Δεν αλλάζει τίποτα.

Τελειώνω το κείμενο μ’ ένα απόσπασμα από την άλλη όχθη της Δυστοπίας, από τους Αγγέλους «απαστράπτοντες σε ρημαδιών ταράτσες να τρεκλίζουν- θέλοντας να πιστεύω ότι με κάποιον τρόπο στη σκληροπυρηνική Ρωσία είχαν καταφέρει να φτάσουν τα ποίηματα των Beat κι ο Yerofeyev τα γνώριζε και δεν ένιωθε τόσο πολύ μόνος:

«Αχ, Καρλ, αν δεν είσαι ασφαλής, ασφαλής εγώ δεν είμαι και τώρα είσαι στην κυριολεξία μέσα στη συνολική κρεατόσουπα του Χρόνου-

(είδα)

κι αυτούς που έτσι γυρόφερναν τους παγωμένους δρόμους κυριευμένοι από μια ξαφνική έκλαμψη της αλχημιστικής χρήσης της γεωμετρικής παράστασης του μέτρου και του κινούμενου επιπέδου,

αυτούς που ονειρεύτηκαν και σάρκωσαν πραγματοποιήσεις ρωγμών στο Χρόνο και τον Χώρο και τσάκωσαν τον αρχάγγελο της ψυχής ανάμεσα σε 2 οραματικές εικόνες και σύνδεσαν τα βασικά ρήματα και έβαλαν όνομα ουσιαστικό και παύλα συνείδησης μαζί, σαλτάροντας με την αίσθηση του Pater omnipotens aeterna Deus,

για ν’ αναπλάσουν το συνταχτικό της φτωχής ανθρώπινης πρόζας και να σταθεί μπροστά σας άλογος και προνοούσα και τρεμάμενη από ντροπή, παραπεταμένη μα ακόμη ανοιχτή στην ψυχή για συμπόρευση με τη ρίμα της σκέψης στο γυμνό, ατέλειωτο κεφάλι του,

ο παλαβός αλήτης κι άγγελος μπητ μέσα στο Χρόνο, άγνωστος, βάζοντας κάτω όμως ό,τι θ’ άξιζε να ειπωθεί στο μετά το θάνατο Χρόνο,

κι αναστήθηκαν μετενσαρκωμένοι στα πνευματικά ενδύματα της τζαζ, στη χρυσοκέρατη σκιά της μπάντας και σάλπισαν τον πόνο της γυμνής Αμερικάνικης πνευματικότητας γι’ αγάπη, σε μια ηλί ηλί λαμά λαμά σαβαχθανί κραυγή σαξοφώνου που φρίαξε τις πόλεις μέχρι και το τελευταίο ράδιο,

με την απόλυτη καρδιά του ζωικού ποιήματος χασαπιασμένη, ξεριζωμένη απ’ τα ίδια τους τα κορμιά: φαί καλό για χρόνους χίλιους.

 

*»Oυρλιαχτό», Allen Ginsberg σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα-Δημήτρη Πουλικάκου που όμοιά της δεν ξανάγινε. Εκδόσεις «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ», Απρίλιος 1987.

 

Outro:

2018, μπάι.

Αυτή την τελευταία βδομάδα έκατσα και είδα στο utube τα ταρώ όλης της χρονιάς που πέρασε. Τα ζώδια μου φαίνονται πολύ πιο βαρετά ενώ οι κάρτες των ταρώ δημιουργούν όπως και να το κάνεις πολύ ωραίους συνειρμούς και έχουν πάνω τους εικόνες όπως αυτές που θα ‘θελαμε να βλέπουμε στον ύπνο μας και που καμμιά φορά τις βλέπουμε.

Το να παρακολουθώ τις προβλέψεις των ταρώ για μήνες περασμένους είναι χωρίς αμφιβολία μια πράξη που εντάσσεται στην κατηγορία «ψυχαναγκασμός» και είναι σίγουρα κάτι το ηλίθιο όχι όμως περισσότερο ηλίθιο απ’ το ποσοστό ηλιθιότητας που έτσι κι αλλιώς όλους μας διακατέχει και κάπως έτσι κάνουμε χαζοβλακείες που μας κάνουν να αντέχουμε όλη αυτή τη σοβαρότητα που είναι η ζωή.

Αγαπημένοι μου Υδροχόοι. Καιπάλικαλάναλέτε. Και πάλι καλά. Και που δε φάγαμε ξύλο θαύμα είναι. Τρεις φορές ο έρμος που διαβάζει τα ταρώ είπε για το 2018 «προσοχή μπορεί οι συνθήκες να οδηγήσουν στη χειροδικία».  Θα μου πείτε τώρα, «Μάτα γιατί είσαι τέτοια, πού το ξέρεις ότι το ξύλο θα το τρώγαμε και δε θα το δίναμε;» Ε μη με ρωτάτε αυτά που έτσι κι αλλιώς γνωρίζετε. Τώρα πώς φτάσαμε εδώ ως Υδροχόοι, με τα οστά της πλάτης μας κάποιοι και με τα οστά του αυχένα μας άλλοι να έχουν πάθει σύνθλιψη ολική, είναι κάτι που θα το θυμόμαστε σε δέκα χρόνια και ελπίζω να γελάμε. Θα λέμε πως κάναμε πράξη εκείνο του Beckett το «είναι αδύνατο πως θα ‘πρεπε να ‘χω μια φωνή και δεν έχω καμία».

67ae2048f244fb0c7206c21641be8fb5.jpg

Όσοι επιβιώσαμε του πανάθλιου τούτου έτους -Υδροχόοι και μη- θα επιβιώσαμε από κάποια παράξενη αισιοδοξία η οποία προς έκπληξή μας δεν ήταν τελικά θέσει αισιοδοξία όπως λανθασμένα νομίζαμε, αλλά φύσει. Θα επιβιώσαμε ακόμα εξαιτίας αυτής της υπέροχης ανάγκης του ανθρώπου να αφηγείται ιστορίες που τον εμπεριέχουν. Να αφηγηθείς ιστορίες σημαίνει να ζήσεις ιστορίες κι οτιδήποτε άλλο ανήκει στη σφαίρα της φιλοσοφίας. Να ζήσεις, θα πει να εισπράξεις με τις αισθήσεις μια δόνηση που σα χαρά θα μοιάζει. Περπατήσαμε -σας συνάντησα όλους. Η πόλη αυτή ξέρει να παρηγορεί. Έχει ωραίες λεωφόρους που ερήμωσαν αλλά δε χάθηκαν απ’ τη μνήμη, έχει μαγαζιά που κλείσανε μα που δεν κατεβάσαν τις ταμπέλες τους. Έχει μπαρ που δεν τσιγκουνεύονται τα ποτά. Η Αθήνα είναι μια πόλη ευτυχισμένη. Γι αυτούς που βρίσκουν μίζερο ή ανέλπιδο ή σκοτεινό ό,τι αγκάλιασε τις μέρες της φθοράς του, θα πω κρίμα. Το 2018 αλλά και ολόκληρη η ιστορία απέδειξαν πως συλλογική μνήμη είναι το φέρσιμό μας μέσα στις μέρες της ήττας. Αυτό που εγγράφεται ως αποτύπωμα του ανθρώπου είναι τα χαζά του κόλπα και τα τερτίπια του και τα αυτοσχέδια γλέντια του και οι μπαλαφάρες του όταν όλα είναι πικρά. Εκεί που σκύψαμε και κάποιος μας σήκωσε.

Περπατήσαμε -σας συνάντησα όλους. Βγάλαμε τα κινητά και φωτογραφίσαμε το σημείο που δολοφονήθηκε ο Ζακ γεμάτο στρας και χρυσόσκονες τώρα. Φωτογραφίσαμε την οδό Πολυτεχνείου που λένε ότι βρωμάει όσοι ποτέ δεν έχασαν την πίστη τους. Φωτογραφίσαμε τους φίλους μας να τραγουδούν πάνω σε κάποιο stage και κάποιοι άλλοι φωτογράφισαν εμάς. Κρατήσαμε όσο μπορούσαμε να κρατήσουμε τα μπάνια. Φέτος φτάσαμε στις αρχές του Οκτώβρη. Συρθήκαμε κι ανοίξαμε τη μπαλκονόπορτα τις μέρες που τα δάχτυλα ούτε πόμολο δε μπορούσαν να γυρίσουν και ποτίσαμε τις γλάστρες κι ο βασιλικός μου αντέχει ακόμα κι έχει ξεπεράσει σε ύψος το ένα μέτρο κι ακουμπά την απλώστρα όταν απλώνω κι έρχεται ακόμα ο κίτρινος μπάμπουρας Δεκέμβρη μήνα και κάθεται σ’ ό,τι θυμάται για μυρτιά και ψάχνει τον καρπό της και καρπό δε βρίσκει αλλά έρχεται και περιμένει, όπως το καλοκαίρι θα ξανάρθει κι όπως περιμένω κι εγώ.

tumblr_mv77gsRfq81ridgxuo1_500.jpg

Το έτος 2018  ήταν σίγουρα η πιο «ουάου δεν καταλαβαίνεις πόσο ουάου» χρονιά αναφορικά με τα όσα συνέβησαν μέσα στον ύπνο μου. Ανέπτυξα τέτοιες τρομακτικές δεξιότητες που σίγουρα θα μπορούσα να ανοίξω κανάλι στο utube και να ανεβάζω βίντεο με τίτλο «θεραπεία μέσω των ονείρων» ή «δέκα τρόποι για να καθοδηγείτε τα όνειρά σας» και να γίνω πάρα πολύ διάσημη και να παίρνω σχόλια στα βίντεό μου του τύπου «Κυρία Μάτα, κάθε βράδυ ονειρεύομαι ότι είμαι μαρούλι που με τρώει λαγός και με τις οδηγίες σας καταφέρνω τη στιγμή που πλησιάζει ο λαγός να μεταμορφώνομαι από μαρούλι σε Ελένη Μενεγάκη που τραγουδάει με φωνή Αλίκης Βουγιουκλάκη και να τον κάνω να με λυπάται και να μη με τρώει εμένα την τόσο Μενεγάκη όσο και Βουγιουκλάκη».

Η αλήθεια πάντως είναι ότι στον ύπνο συμβαίνουν τέτοια ακραία ουάου πράγματα που δε θέλει πολύ κανείς για να χάσει και το λιγοστό μυαλό που έχει. Έτσι αποφάσισα να τα παρατήσω παρόλο που θα μπορούσα να κάνω τεράστια καριέρα και ποιός δε θα ‘θελε τέτοια καριέρα εδώ που τα λέμε. Δεν έχεις και πολλές ευκαιρίες να ανυψωθείς από άνθρωπος σε υπερ-άνθρωπο που στον ύπνο ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις αλλά στον ξύπνιο δε μπορεί ούτε τις μπούρδες που λέει ο Σκάι να αναγνωρίσει.

Συμφώνησα λοιπόν με τη φράση ενός τύπου που δε θυμάμαι το όνομα «πηγαίνω για ύπνο με σκοπό να ξυπνήσω» και πάνε τώρα τα συνειδητά όνειρα που έβλεπα, και πάνε τα μαγικά, που έλεγα «τώρα θα πετάξω και θα φτάσω στο Γκντανσκ της Πολωνίας» και έφτανα και πάνε οι οδηγίες που μου έδινα μέσα στον ύπνο μου και που ο ονειρευόμενος εαυτός μου κατά γράμμα τις ακολουθούσε. Και πάει που περπατούσα σαν τον νίντζα πάνω στην οροφή και πάει που εξημέρωνα διάφανες αράχνες και πάει που έλεγα «θα πέσω απ’ τον πέμπτο και θα ανεβώ ξανά πάνω σαν πύραυλος» κι έπεφτα και κόκκαλο δεν έσπαγε και πύραυλος γινόμουνα και ξανάμπαινα στο διαμέρισμα. Πάνε όλα και να πάνε στο καλό τους. Τώρα επιτέλους άρχισα να βλέπω τα γνωστά.

Πατησίων και κυνηγητό με όπλα, παραστάσεις που κάνουν κοιλιά και προσπαθούμε να τις σώσουμε με άλα ντ’άλα λόγια, ξημερώματα σε κάτι δυστοπικά μέρη πρώην βιομηχανικές περιοχές, να διευθύνω όλο τον «Σταυρό του Νότου» του Μικρούτσικου και να βλέπω αυτούς που έχουν πεθάνει γωνία Σόλωνος και Θεμιστοκλέους να με σώζουν από απίθανα σκατένιες καταστάσεις, νεκρούς κοστουμαρισμένους που έχω πολύ ή λιγότερο καιρό να δω ανακατεμένους με ζωντανούς, αυτό το απροσδιόριστο «εμείς» των ονείρων που δεν είναι άλλο απ’ την ονειρική σχολική μπάντα του καθενός μας, απ’ την ονειρική μας κολλεκτίβα, τον θίασο ή την οικογένειά μας, ένα σύνολο ανθρώπων που χάνονται και ξαναβρίσκονται και δεν τρέχει κάστανο, είναι πάντα εκεί κι έτσι όσο κι αν ο καιρός περνάει όταν τους συναντούμε ξανά δε λέμε «καλησπέρα σας» αλλά «έλα καλέ».

Το μόνο που κράτησα από την τελετουργία των ονείρων μου και τις οδηγίες που έδινα όσο κοιμόμουνα στον ασυνείδητο εαυτό μου είναι πως θα ‘θελα να ‘μαι ευγενής απέναντι σ’ όσους στον ύπνο μου συναντώ. Και μετά πήρα από το παζάρι βιβλίων του Γαβριηλίδη το «Ονειροσκόπιο» του Σπύρου Τσακνιά και διάβασα:

[ Από τότε που με ονειρεύεσαι με κομμένα χέρια,

δε μπορώ να σε αγκαλιάσω ]

IMG_20181231_172524.jpg

Η φωτογραφία είναι από την τελευταία Πατησίων της χρονιάς. Πριν από καμμιά ώρα ανεβαίνα με τα πόδια απ’ το Μεταξουργείο, στη Πλατεία Βάθη ένας άνθρωπος κουκουλωμένος, μάσαγε από ένα σακούλι κάτι σαν σπόρια και τραγουδούσε. Τί τραγουδούσε όμως. Τη γέφυρα από τη Ζαϊρα που θα πει: «γιάλαρουμπι γιάλαρουμπι γελ γιαχαμπίπι για, γιάλαρουμπι γιάχαμπιμπι για». Και δώστου απ’ την αρχή. Και τίποτα άλλο. Υπάρχει ένα ζήτημα με την Αθήνα. Είναι μια πόλη που την ανακαλύπτεις κάθε μέρα, μια σχεδόν ψυχαναλυτική πόλη, κάθε φορά ξεθάβεις κομμάτια της που παλιότερα θα ‘σουν ανίκανος να τα περπατήσεις. Η Αθήνα, τα πόδια μου και το χαζοκινητό μου με τις φωτογραφίες του, είναι αυτό που θα κουβαλήσω μαζί μου στην επόμενη χρονιά. Άλλοι πάνε στο γυμναστήριο και άλλοι στη γιόγκα και άλλοι στο κολυμβητήριο και άλλοι πουθενά και κάθονται και σκάνε, εγώ περπατάω και θα περπατάω και κάποια στιγμή θα μπαίνω στο πρώτο λεωφορείο που θα βλέπω μπροστά μου μέχρι να μην υπάρχει λεωφορείο του κέντρου της Αθήνας στο οποίο να μην έχω μπει. Ούτε καναπέ μπορώ ούτε γιόγκα μπορώ. Ούτε πηγάδι μπορώ ούτε τη Βασιλεία του Ζεν μπορώ. Μπορώ γιάλαρουμπι γιάλαρουμπι γελ, μπορώ να έρχονται οι φίλοι μου στο σπίτι και μπορώ να γράφω.

Το 2019, θα μπούνε στα τριάντα όλα τα πενταμισάρικα που το 1994 πήγαν στην πρώτη του δημοτικού. Θα μπούμε στα τριάντα. Πρώτη θα μπει η Αναστασία που γιορτάζει πάντα πριν από μένα τα γενέθλιά της 25 χρόνια τώρα και που κάθεται στο διπλανό θρανίο μου 25 χρόνια τώρα. Στα τριάντα δε θα με δει να μπαίνω η γιαγιά μου κι ο παππούς μου που αποφάσισαν ότι ως εδώ η ζωή και την έκαναν και με γεια τους με χαρά τους γιατί ήταν πολύ ωραίοι και καρδιοκατακτητές κι οι δυο και γλετζέδες και χουβαρντάδες και ζουπηχτάδες και βροντόφωνοι και ανοιχτοχέρηδες. Πολύ λυπάμαι που δε θα με δουν να γίνομαι τριάντα αλλά σημασία έχει ότι σ’ αυτή τη ζωή συναντηθήκαμε και ποτέ ποτέ δεν με λύπησαν κι ελπίζω να μην τους λύπησα κι εγώ.

Θέλω να πιστεύω ότι η είσοδός μας αυτή στην καινούρια δεκαετία της ζωής μας δε θα σημαίνει πως θα κάνουμε «Like» σε κρεοπωλεία στο facebook ούτε ότι θα συζητάμε τί μαλακτικό βάζουμε στα ρούχα ούτε τις περιπέτειές μας στις δημόσιες υπηρεσίες. Εύχομαι ακόμα να μην πούμε «ως εδώ με το κάμπινγκ, τριαντάρισα!». Εύχομαι ακόμα να μην αναγκαστούμε να γίνουμε με κάποιο τρόπο πολύ σοβαροί γιατί τότε η ύπαρξή μας θα γίνει δυσβάσταχτη και να μην πιστέψουμε ποτέ πως ωριμότητα σημαίνει να είσαι σωστός στις τραπεζικές σου υποχρεώσεις και να πηγαίνεις το αυτοκίνητο για σέρβις. Εύχομαι ακόμα να συνεχίσουμε να είμαστε ανοιχτοί στα λόγια των φίλων μας ώστε αν κάποια στιγμή αρχίσουμε να γινόμαστε ανυπόφορα μίζεροι και συντηρητικοί να τους αφήσουμε να μας φέρουν στα σύγκαλά μας. Εύχομαι γενικώς να συνεχίσουμε να είμαστε εύπλαστοι και να μη γίνουμε ποτέ μπετόν αρμέ και σφιχτόκωλοι κι αδιαπέραστοι παρόλο που οκ, αυτό το κάνουν οι μαζεμένες στεναχώριες γενικώς.

Πάντως, οι Υδροχόοι οι δύσμοιροι -επειδή άρχισα με τα ζώδια κι έτσι θα το λήξω να το ελαφρύνω κάπως- είναι η αλήθεια πως να μεγαλώσουμε, όχι δεν το θέμε. Δεν έχει να κάνει με την ηλικία αλλά με τον τρόμο της σοβαρότητας και με τον τρόμο της χαμένης παιδικότητας και με τον φόβο πως όσο μεγαλώνεις τόσο χάνεις την προσοχή και την αγάπη μιας που ολόκληρος μαντράχαλος δε χρειάζεσαι πια να σε ταχταρίζουν οι άνθρωποι όλη την ώρα λες και δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν. Που βέβαια όλα τα ζώδια το θέλουν απλώς οι Υδροχόοι το ουρλιάζουν και βάζουν τη μάσκα του αντοχιτζή κλόουν που ανεβοκατεβαίνει φανταστικά βουνά και κάνει γελοίες κινήσεις αγάπης και πόνου εκεί που όλοι οι άλλοι θα τα ‘χαν ήδη παρατήσει. Γιατί τέτοιοι είναι αυτοί που φέρνουν τα νερά στους ουρανούς και στα γλέντια. Κραταιοί. Ώσπου μια μέρα πάρ’ τους κάτω κι έχουν γεράσει κατά μία αιωνιότητα ή ενίοτε και δύο.

Top-003.jpg

Αυτό ήταν το 2018. Ένα έτος να πάει από κει που ‘ρθε αφενός, αφετέρου, ένα έτος που αν δεν υπήρχε δεν είμαι σίγουρη πως τα πενταμισάρικα που ξέρω θα είμασταν έτοιμα να μπούμε στα τριάντα. Δεν είμαι καθόλου υπέρ της λογικής πως πρέπει να περνάμε στεναχώριες για να μαθαίνουμε, καλύτερα να χουμε ζωή χαρισάμενη α καθόλου δε θα μ’ ένοιαζε. Η μόνη μικρούτσικη αλήθεια σ’ όλο αυτό είναι πως πρέπει να σου ρθει το «Δεν αντέχω άλλο» για να δεις ότι αντέχεις. Και να μπεις στα τριάντα κάπως πιο λυπημένος πια στη φάτσα αλλά με τη χαρά τη δικιά σου στην καρδιά, γιαχαμπίμπι για.

«Αποχαιρετισμός» – Σπύρος Τσακνιάς

Όχι δεν είμαι Κυριακή

ούτε θα ξαναγίνω Ιούλιος μήνας ούτε

αυτό που ήμουν κάποτε. Θα παραμείνω

ημερομίσθιος εργοδηγός,

αιθερολάμνων. Αν επιζήσω

θα μεταναστεύσω. Θα γίνω

μισοφέγγαρο.

Θα πείτε πως τα λέω αυτά γιατί-

Τίποτα δε θα πείτε

αφού αιώνες τώρα δε μιλάτε.

Μονολογώ και τα πουλιά

που είχαν κουρνιάσει στα μαλλιά μου

πετούν αλαφιασμένα.

Σας χαιρετώ. Και σας χαρίζω

τον αποσπερίτη.

Για να κρατήσω

την ισορροπία μου.

Αγαπητό 2018, να πας στο καλό σου, εγώ να σε διαολοστείλω δε σε διαολοστέλνω αλλά όχι και πως θα σε κρατήσω στην καρδιά μου, α καθόλου τέτοια Χριστιανικά. Ελπίζω πως κάποια μέρα δε θα σε θυμάμαι και πως άμα τύχει να σε θυμηθώ θα γελάω. Θα γελάω με κάτι γέλια ατελείωτα και θα αφηγούμαι «α καλέ να σας πω για τον Ιούλιο του 2018 που χάθηκε για 10 μέρες η φωνή μου κι έπρεπε να μάθω σε 80 παιδάκια στο καλοκαιρινό camp την Ειρήνη του Αριστοφάνη!»

Αγαπητό 2019 με γλύκα να μπεις και να μας καλοδεχτείς.

Αγαπητοί φίλοι, εύχομαι η 1η Ιανουαρίου να σας βρει ζωηρούς κι ανένταχτους, με μυαλό που θα ορίζετε και καρδιά που θα μοιράζετε, εύχομαι να μη σταματήσετε ποτέ να μιλάτε και να ζητάτε και ν’ αγαπάτε και να το ζητάτε και να ‘ναι όμορφες οι μέρες με τους ανθρώπους της ζωής σας σ’ αυτή την υπέροχη υπέροχη πόλη που μας έτυχε για πατρίδα.

Καλή χρονιά!

έξοδος

Τη χρονιά που πέρασε είδα πάρα πολλά video του Mark Wiens. Ο Mark είναι βέρος Αμερικανός αλλά ζει στη Μπανγκόγκ και ανεβάζει video απ’ τα φαγητά που δοκιμάζει στις χώρες που ταξιδεύει. Τρώεει κυρίως bao bun, ramen, πάπιες και τέτοια. Είναι ο αγαπημένος μου από όλους τους food bloggers μετά από τη δική μας τη Βέφα. Την τόσο Βέφα όσο και Αλεξιάδου.

Όταν βλέπω όλα αυτά τα video σκέφτομαι πόσο τέλειο θα ήταν να μην κάνουμε τίποτ’ άλλο εκτός απ’ το να ταξιδεύουμε και να τρώμε και να βγάζουμε λεφτά απ’ το Utube. Μετά σκέφτομαι ότι η όλη μας η ζωή ήταν μια εναγώνια προσπάθεια να πείσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους ότι τα καταφέραμε και γίναμε ηθοποιοί, οπότε τί φάση; Να τα παρατήσουμε έτσι απλά και ν’ αρχίσουμε τα noodles; Μετά αρχίζουν τα φιλοσοφικά ερωτήματα. Λες, να μαζέψω χίλια ευρώ και να πάω σ’ ένα βουνό στην Κίνα ή να μαζέψω χίλια ευρώ και να πάω να κάνω κανένα σεμινάριο στο οποίο θα μας βάλουν να τρέξουμε όλο το οικοδομικό τετράγωνο κρατώντας τσιμεντόλιθους λέγοντας «Πολλά τα Δεινά. Μα του ανθρώπου το δέος: ο Άνθρωπος»

 

Τελευταίο απόγευμα του χρόνου τούτου, ένα σούρπο του Σκαρίμπα τούτου του χρόνου ή του άλλονα και πίσω απ’ το Πολυτεχνείο, στη Μπουμπουλίνας, ήταν προσεκτικά τοποθετημένος στο πεζοδρόμιο ένας κούνελος, ένας Κίτρινος Κύριος Λούτρινος και κομματάκι βρώμικος. Προφανώς και είχε βγει λόγω των εορτών από την κουνελότρυπά του που βρίσκεται χωμένη κάπου στα έγκατα της Πατησίων, ανάμεσα στο au revoir και τον Γρηγόρη της Βικτώριας.

Δεν ήταν ένα παιχνίδι για να το πάρει κάποιο παιδάκι, δεν ήταν ένα πεσμένο παιχνίδι, ήταν ο Παράλογος Κύριος των Εξαρχείων, ήταν το Παράλογο των πυρπολημένων Εξαρχείων, της γειτονιάς αυτής που για άλλη μια χρονιά τα κατάφερε να διασωθεί από την απέραντη τηλεοπτική ηλιθιότητα και τα πολεοδομικά σχέδια αλλά αυτό δεν ξέρω για πόσο θα κρατήσει. Αναρωτιέμαι πόσες φορές πρέπει να επαναληφθεί το ίδιο δελτίο ειδήσεων για να σκοτώσουμε τους παρουσιαστές με υδροκυάνιο. Τα μεσιτικά γραφεία που διαφημίζουν σπίτια Αχαρνών κι Αριστοτέλους, γράφουν πια στις περιγραφές «Ανερχόμενο σημείο, πολύ κοντά στο νέο Εμπορικό Χωριό».

IMG_20171230_173902.jpg

 

Τη χρονιά που πέρασε επισκέφτηκα πολλές φορές την Αχαρνών και το παντοπωλείο WARS I SAWA για ν’ αγοράσω αυτό το συγκεκριμένο τυρί που μπαίνει στα πιροσκί. Στην Κίνα μπορεί να μην έφτασα και σεμινάριο σωματικού αυτοσχεδιαστικού βγαζωτασωψυχαμου θεάτρου μπορεί να μην έκανα, αλλά στην Πολωνία μια φορά πήγα και δεν είχα ξαναπάει αλλά όλα ήταν όπως τα θυμόμουν κι όπως τα ήξερα κι οι δρόμοι όπως τους άφησα κι οι άνθρωποι όπως τους ονειρεύτηκα κι ακριβώς όπως τους αφηγήθηκα κι εγώ ήμουν επίσης όπως με άφησα κι όπως με αφηγήθηκα και τώρα για τη νέα χρονιά αυτό που εύχομαι είναι να ‘ρθει να με βρει ένας σκηνοθέτης και να του γράψω το σενάριο για μια ταινία που θα την ονομάσει «Βαρσοβία λέγεται η κάθε μας καρδιά» και να ‘ναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας στα τέλη του εβδομήντα και η Szymborska να ζει κι ο Kieslowski να ζει κι εγώ να παίζω έναν ρόλο τελείως κομπάρσου και το πλάνο να ‘ναι το παράθυρο του συγκροτήματος πολυκατοικιών όπου θα ζω και να με δείχνει περιφέρομαι πάνω κάτω και να μιλάω στο τηλέφωνο για ανόητα πράγματα, κουτσομπολιά και τέτοια ενώ το ζευγάρι των πρωταγωνιστών θα τρέχει να σωθεί από κάποια συμπλοκή με όπλα στις όχθες του Βιστούλα.

 

Untitled-1.jpg

Δε συμβιβάζομαι με τίποτα λιγότερο από την ταινία παρόλο που είμαι σίγουρη πως και αυτή τη χρονιά θα βρεθώ να κάνω πανηλίθια πράγματα με παραγωγούς φαντάσματα που γουστάρουν να πουλήσουν λίγη μούρη τώρα που όλοι είναι μπατίρηδες κι αποφασίσανε τουλάχιστον να το ρίξουν στην τέχνη και να γίνουν παραγωγοί της συμφοράς. Είμαι επίσης σίγουρη πως θα βρεθώ να κάνω υπέροχα πράγματα με τους φίλους μου που ούτε και τη χρονιά που μπαίνει θα πάνε στην Κίνα αλλά θα κάτσουν εδώ, Θησείο-Εξάρχεια-Κυψέλη να υπερασπίζονται την τέχνη και να λυσσούν πάνω στα φωνήεντα και τα σώματα, ειδικά τους φίλους μου τα μοναχοπαίδια που αγαπάνε τον κόσμο και τον τζερτζελέ.

Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, θα κοιταζόμαστε στις πρόβες σα χάχες και σα χαζοφιλάκηδες που λέει κι ο Terry Gilliam και θα περνάμε τέλεια ακόμα κι αν η παραγωγή δεν έχει μπάτζετ ούτε για βρακιά και θα μελετάμε άπειρα βιβλία και ποιήματα γιατί είχαμε δάσκαλο τον Ερρίκο Μπελιέ κι ο Μπελιές μας έλεγε: Να διαβάζετε, να διαβάζετε γιατί θα σας καλούνε στις εκπομπές στην τηλεόραση και θα σας ρωτάνε «Πείτε μας δυο τρία πράγματα για τον ρόλο» κι εσείς θα τους απαντάτε «έχουμε πολύ ωραίο κλίμα στα καμαρίνια».

 

Τα Χριστούγεννα είναι η αγαπημένη μου γιορτή. Αναρωτιέμαι αν θα κάναμε ακόμα τραπέζια με εκατό άτομα αν δεν είχαν πεθάνει αυτοί που πέθαναν. Αναρωτιέμαι αν θα τα καταφέρουμε και του χρόνου όπως και φέτος να κάνουμε τραπέζια με δέκα τουλάχιστον άτομα, να χουχουλιάζουμε στα χαλιά και να λέμε αυτά που μπορούμε να πούμε, μπούρδες και λύπες και κανένα τραγουδάκι αλλά όχι νησιώτικα αλλά  κανένα τραγουδάκι αν και του χρόνου θα το λέμε.

Όμως να το προσπαθήσουμε, αυτό θα ‘ταν καλό.

Φέτος, που είναι τόσο δύσκολες οι ευχές, να προσπαθούμε, αυτό θα ‘ταν καλό. Είμαστε αυτοί οι άνθρωποι, είμαστε αυτή η χώρα, που πολύ αγαπάει και αγκαλιάζει ως την ασφυξία. Που τσιμπάει μαγουλάκια και που φωνάζει στο τηλέφωνο. Δεν ξέρω πότε αποφασίσαμε να ξεχάσουμε τα μόνα ματζούνια που μας παραδόθηκαν.

Πάντως η λύπη, δεν ήταν εκεί απ’ την αρχή κι αυτοί που μιλούν για τη μαυρίλα ως στοιχείο του σύμπαντος που συνυπάρχει μαζί με την αγάπη είναι εκατό τις εκατό μαλάκες κι ούτε καλημέρα να μην τους λέτε.

Δε θα συνηθίσουμε.

Ούτε τη νέα χρονιά θα συνηθίσουμε. Θα τα σκατώσουμε, θα πούμε συγνώμη, θα ζητήσουμε βοήθεια, θα χάσουμε το κουράγιο μας, θα βρούμε το κουράγιο μας, θα κρατήσουμε τους φίλους μας, τον Ιούλιο τουλάχιστον θα πάμε πάλι σε νησί, αυτό μπορούμε αυτό θα κάνουμε, θα ονειρευτούμε τεράστια project δεκάδων χιλιάδων ευρώ, θα τα κάνουμε, θα χάσουμε τα λεφτά μας, θα τα ξανακάνουμε, θα αγαπάμε, δε θα συνηθίσουμε, θα πούμε «συγνώμη», «συγνώμη αν σε λύπησα δεν έπρεπε», θα πούμε «δεν έπρεπε», δε θα το ξεχάσουμε, δε θα θεωρήσουμε κανέναν άνθρωπο δεδομένο, κανένα τοπίο δεδομένο, θα ταξιδέψουμε σε έναν τουλάχιστο καινούριο τόπο ακόμα κι αν είναι η νήσος Αίγινα, θα πούμε «ευχαριστώ», θα ζητήσουμε αυτά που μας ανήκουν, δε θα παραχωρήσουμε τίποτα αναίμακτα, θα παλέψουμε για τους φίλους μας, μετά, θα παλέψουμε για μας, μετά θα ‘ρθει ο καινούριος Δεκέμβρης, μπορεί του χρόνου να ‘χει χιόνια, νέα κυβέρνηση, μετρό στα Εξάρχεια, καινούριο διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, θα ‘χουμε καινούριες παρέες, θα νιώσουμε τους γονείς μας, θα κάνουμε το λίγο που μπορούμε, κάθε φορά, αυτό το λίγο θα κάνουμε και τίποτα λιγότερο, θα γαληνέψουμε αυτούς που φύγαν, θα τους ξεπροβοδίσουμε, θα αγαπάμε, θα αγαπάμε, δε θα συνηθίσουμε.

καλή χρονιά.

IMG_2511.jpg

μπάι

Στην Πολιτεία γινόταν το γνωστό ευτυχισμένο χάος. Αγόρασα την Ωρα του αστεριού της Clarice Lispector  και τον Τσάρο της Αγάπης και της Τέκνο του Anthony Marra και τώρα τα έχω βάλει δίπλα δίπλα και κάνω αμπεμπαμπλόμ να δω ποιο θα ξεκινήσω πρώτο.

Η Καλλιδρομίου πάλι έπαθε ένα πράγμα που λέγεται και Πρωτοχρονιά και λαϊκή λόγω Σαββάτου και γινόταν πανζουρλισμός. Στον Βασιλόπουλο τα ψυγεία ήταν ημι-άδεια και μια ομάδα μουσικών τραγουδούσε βουνίσια κάλαντα οπότε καταλήγουμε ότι δεν πειράζει που έχουμε μνημόνιο αφού μπορούμε να τ’ αντέξουμε. Διότι όποιος τα Χριστούγεννα έχει δικαίωμα να ψωνίζει απ’ τον Βασιλόπουλο, έχει παράλληλα και την υποχρέωση να κάνει το σκατό του παξιμάδι για να πληρώνει την εφορία και τον ΑΒ Βασιλόπουλο κάθε παραμονή.

Υπάρχει αυτός ο αστικός μύθος που λέει πως πετάνε αεροπλάνα πάνω απ’ το Σύνταγμα και παρακολουθούν τους Αθηναίους να ψωνίζουν μπούρδες και μετά γυρνάνε πίσω στη Γερμανία τους και λένε πως οι Αθηναίοι όχι μόνο ψωνίζουν βρακιά αλλά τρώνε και στον Θανάση σουβλάκια. Οπότε δεν υπάρχει λόγος να λυπόμαστε έναν λαό που μπορεί ακόμα να τρώει σουβλάκια, τράβα μαλλί πάμε να τσεκάρουμε κανέναν πτωχότερο.

 

 

Το πανό του 2016 το κρατάει και γι αυτή τη χρονιά ο παππούς που κοιμάται βρέξει χιονίσει έξω από την καφετέρια meet me στην Ομόνοια. Μαζί το κρατάνε οι εκατοντάδες άνθρωποι που γλίτωσαν κάμποσους άλλους εκατοντάδες ανθρώπους από τη θάλασσα, το κρύο, τον πόλεμο, τον ρατσισμό και την παγκόσμια βλακεία.

Θύματα της παγκόσμιας βλακείας και της ανωριμότητας έπεσαν ακόμα κάμποσα τρόλει, ένα «ανώνυμο» ταχυφαγείο στην Πλατεία Βικτωρίας και το περίπτερο έξω απ’ το Αρχαιολογικό. Παγκόσμια βλακεία είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο εχθρός είναι μόνιμα κάποιος έξω από το μαγνητικό σου πεδίο, ένας κάποιος που αν ποτέ αφανιστεί δε θα ‘χεις άλλο δρόμο παρά το τρελάδικο.

Αυτά τα πράγματα δυστυχώς δε θα τα πάρει μαζί της η χρονιά που φεύγει αλλά εμείς μπορούμε να επιμένουμε να τους ρίχνουμε μούτζες και αλάτι δίπλα στις καρέκλες τους. Επίσης μπορούμε να διαλέγουμε ποιοι θα μπαίνουνε στο σπίτι μας. Επίσης μπορούμε να βαράμε διαγραφές στο facebook σε όλους σε όσους ποστάρουν μ’ έναν αέρα δήθεν ελαφριάς σκωπτικότητας φασιστικές ανοησίες και σε όσους προτιμούν τα ΜcDonalds από τα Goodys μέχρι να μείνουν στη λίστα των φίλων μας είκοσι άνθρωποι και κάτι αξιαγάπητες θείες που γράφουν με κεφαλαία και που ποστάρουν φωτογραφίες με τριαντάφυλλα και τη λεζάντα «ΓΛΥΚΙΑ ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΕ ΟΛΑ ΜΟΥ ΤΑ ΦΙΛΑΡΑΚΙΑ!!!!!!!».

 

tumblr_o74fv2Uiqq1qawpa6o1_1280.jpg

 

Θα φτιάξω Χριστουγεννιάτικες κάρτες με αποσπάσματα από βιβλία που έχουν γράψει φίλοι μου όλα αυτά τα χρόνια ή από λόγια που απλώς είπαν και θα τις στείλω. Θα ξεκινήσω με αυτό της Χριστίνας Οικονομίδου και θα επισυνάψω και βίντεο με ευχές της Αλίκης Βουγιουκλάκη γιατί νομίζω ταιριάζει. Της Χριστίνας δηλαδή θα της αρέσει η συνδιαλλαγή αυτή, για την Αλίκη τώρα δεν ξέρω, μπορεί να μην το καταλάβει ή μπορεί και να το καταλάβει τόσο καλά που να κατέβει από κει πάνω και να μας κάνει άπαντες τόπι στο ξύλο. Ή να μας ανακηρύξει στους καλύτερους μαθητές της τάξης -μετά από την ίδια φυσικά.

«Από τον Αριστοτέλη της «Ποιητικής» μέχρι τον –ευαίσθητο αναγνώστη της λογοτεχνίας― Ρικέρ τής «Ζωντανής μεταφοράς» (πιο ενδελεχής από όλες τις μελέτες του), πολλοί ενδιάμεσα και αρκετοί αργότερα έχουν εγκύψει στο ζήτημα του πολύπλοκου πλέγματος ποίησης, μεταφοράς και πραγματικότητας, είτε από την πλευρά της αμιγούς λογοτεχνικής κριτικής (αν δεχτούμε ότι υπάρχει τέτοια) είτε από την πλευρά της φιλοσοφίας.

Αυτό που μοιάζει ηθελημένα να παραβλέπουν, ωστόσο, είναι πως δεν μας χρειάζεται κανενός είδους τεκμηρίωση για να ζήσουμε τη ζωή μας, πολύ περισσότερο να τη γράψουμε, σαν μια προσωπική επινόηση ― και τίποτε άλλο. «

 

 

To 1965 o Walter M. Schirra και ο Thomas P. Stafford εβρίσκοντο μέσα στο Gemini 6 και χάζευαν χριστουγεννιάτικα το απέραντο κενό. Ένα τσακ πριν ξαναμπούν στην ατμόσφαιρα αναφέρουν στο κέντρο ελέγχου πως βλέπουν μπροστά τους κάτι σαν ufo κι έπειτα ο Walter αποφασίζει να παίξει στη φυσαρμόνικα το Jingle Bells και ο Thomas να το τραγουδήσει. Το κέντρο ελέγχου παθαίνει αμόκ διότι προφανώς δεν επιτρέπεται να σ’ έχουν στείλει στο διάστημα και να κάνεις ό,τι σου κατέβει στο κεφάλι, αλλά ξεχνά πως τα αγόρια μένουν αγόρια για όλη τους τη ζωή και η σαχλαμάρα είναι μια γοητεία αστρική. Μόλις τελειώνει το κουπλέ-ρεφραίν (ή το σκέτο ρεφραίν), ο chief του κέντρου ελέγχου ακούγεται να λέει: «You ‘re too much».

 

12299150_796094210516061_8639058452415707292_n.jpg

 

Αυτά. Ξέρω γω. Τώρα θα βγάλουμε τις καλές χαρτοπετσέτες κι εγώ θα βάλω επίσης τα καλά μου και θα είμαι απολύτως ευτυχής που τρώμε. Τι άλλο. Το δυοχιλιάδεςδεκαέξι μας άφησε υγιείς ακόμα κι εμάς τους Υδροχόους με ωροσκόπο Ταύρο που βρισκόμαστε μόνιμα με το ένα πόδι να τεντώνεται στο μέλλον και το άλλο πόδι να γαργαλάει το παρελθόν. Τί άλλο. Τώρα θα δώσω στη μαμά μου ένα φανταστικό πουλόβερ που της πήρα και μετά θα δω τους φίλους μου. Τί άλλο δυοχιλιάδεςδεκαέξι μου, τί άλλο.

 

 

τραγουδήσαμε / κουτσομπολέψαμε / φιλήσαμε / κεράσαμε / αλλάξαμε / αγαπήσαμε / αλλημιαχρονιαδενκαλοπληρωθήκαμε / αγαπηθήκαμε / κολυμπήσαμε / χορέψαμε / υποκλιθήκαμε / κουτσογράψαμε / σκυλοβριστήκαμε και / τα ξαναβρήκαμε / ανταλλάξαμε / κάτι κερδίσαμε / σαφώς κάτιτις άλλο να πάει στο καλό του το χάσαμε

αφού

κάπως έτσι είναι ο χρόνος ο παρόντας, αυτός που σε λίγο δε θα είναι εδώ:

ένας χώρος συνεύρεσης παρόντος και απόντος, ένας τόπος όπου πρέπει πάντα κάτι να είναι παρόν για να μπορεί κάτι άλλο να είναι πάντοτε απόν.

 

μπάι.

Untitled.png

 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016 

Tελευταία μέρα σχολείου πριν το τριήμερο / θ’ ακούσουν άλλη μια φορά την ιστορία / άλλη μια φορά επίσης θα κάνουν εικόνα τον Μεταξά να πετάγεται με ριγέ πιζάμες κι ας φτάσαν πια Δευτέρα Γυμνασίου / την τρίτη ώρα θα πάνε για την γιορτή / στα καθίσματα της Μεγάλης Αίθουσας θα γίνεται χάβρα και αυτοί που δε διαβάζουν καλά τα ποιήματα και που ποτέ δε θα καταφέρουν να πάρουν μέρος στη γιορτή θα πετάνε γαριδάκια πάνω στη σκηνή / αυτοί που ήξεραν από πριν πάνε σχολείο να διαβάζουν καλά τα ποίηματα και που πάντα θα καταφέρνουν να παίρνουν μέρος στη γιορτή θα τα πατήσουν και θα φάνε τούμπα στο πρώτο λεπτό / κάπως έτσι θα μάθουν τί είναι το θέατρο

Το άσμα ηρωικό και πένθιμο θα περάσει στα ψιλά κι ας έχει μέσα τον στίχο «Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν το κορμί του» / ο λαός του δημοτικού θα διασκεδάσει περισσότερο όταν το κορίτσι του Β2 βγει ντυμένο Βέμπο / το αγόρι του Β3 θα αναγκαστεί γυρίζοντας σπίτι να ψάξει στην κιθάρα τις νότες απ’ το «κάνε κουράγιο Ελλάδα μου» / ίσως αυτός να είναι ένας τρόπος / γιατί αν το κορίτσι του Β2 θέλει να ‘ναι Βέμπο, το αγόρι του Β3 πρέπει να μάθει μουσική ή έστω να μπει στην αντίσταση

Παρασκευή 28η Οκτωβρίου 2016

Επισήμως αρχίζει το τριήμερο / όμως χιλιάδες Άγγλοι Γάλλοι Πορτογάλοι τουρίσται αγνοούν το γιατί είναι οι δρόμοι άδειοι και φέρονται σαν να μην είναι τριήμερο / παρηγορητικό / διότι όσοι άνθρωποι μετά το Πανεπιστήμιο δεν απέκτησαν δουλειά 8ωρη και καθημερινή έχουν ένα πρόβλημα με τους εορτασμούς αυτούς / δεν τους περιμένουν πως και πως κι ούτε λένε «το τριήμερο της 28ης του 2017 θα πάω εκδρομή στα Μετέωρα σε περίπτωση που το τριήμερο της φετινής 25ης Μαρτίου δεν πέσει τριήμερο»

παρ’ όλα αυτά για κάποιο λόγο κλαίνε με το «Παιδιά της Ελλάδος»

αλλά όχι τόσο όσο κλαίνε με το καινούριο τραγούδι της Chinawoman

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

δε θα γίνει τίποτα αλλά η Καλλιδρομίου θα ‘ναι τίγκα στους γνωστούς / το νεοκλασσικό απέναντι από την Κατάληψη θα παίζει καλύτερες μουσικές απ’ τις μουσικές της Κατάληψης / θα κάνουμε όλοι κύκλους πέρα δώθε μέχρι να τελειώσει επιτέλους η Λαϊκή για να μπορέσουμε να κάτσουμε στο Παρασκήνιο / το Παρασκήνιο θα είναι πάλι πάλι γεμάτο παρέες που συζητάνε για projects και που σίγουρα θα αναφερθούν σε κάποιον γνωστό σου που βέβαια δεν ξέρουν ότι τον ξέρεις κι ότι είσαι εκεί / η λέξη project θα γίνει η no1 πιο μισητή λέξη του 21ου αιώνα διότι κάθε φορά που δεν έχουμε ιδέα για το τί συμβαίνει στο κεφάλι μας λέμε «ετοιμάζω ένα project» και μετά καταλήγουμε όλοι ανεξαιρέτως μπλεγμένοι

στην Καλλιδρομίου θα βγεις για διακοσιοστή τρίτη φόρα εκτός προγράμματος / θα πεις ότι θα γυρίσεις σπίτι κατά τις 6-7 αλλά φοβερό; δε θα γυρίσεις

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2017

** Είμαι επάνω σ’ έναν όρθιο βράχο, απέναντι στην παραλία. Στην παραλία υπάρχουν πολλοί φίλοι. Στρώνουν ένα μεγάλο τραπέζι. Τα μπουκάλια είναι τόσο πολλά που σκορπίζονται παντού, ολόκληρη η παραλία γεμίζει από μπουκάλια κρασί που τρέχουν σαν ζωντανά και χάνονται μέσα στη θάλασσα. Οι φίλοι πίνουν κι αρχίζουν να μεθούν. Με μια παράξενη ευδαιμονία, που με φοβίζει, βυθίζονται στη μέθη. Καταλαβαίνω τον λόγο αυτής της πανδαισίας : έχουν ζήσει πια όλες τους τις λύπες. **

( αντιγράφω Χειμωνά γιατί έχω εξαντλήσει τα αποθεματικά μου περιγράφοντας Κυριακές )

οι Κυριακές της Ελλάδας είναι ίδιες με τις Κυριακές της Ρωσίας

αλλά όχι ίδιες με τις Κυριακές του Βελγίου

τιναγινειτωρα

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Η εβδομάδα αρχίζει με την Πατησίων μπλοκαρισμένη διότι κάθε φορά μετά από τριήμερο είναι λες και ξεχάσαμε να οδηγούμε και γίνεται του γλυκού χαμού / τα πόδια θα παραμένουν πάντα η πιο σωστή επιλογή / και το «κόβω δρόμο» η ακόμα σωστότερη / σε μια κάθετη της Ιακωβάτων θα σχολάει δημοτικό / όλα τα χρώματα του κόσμου θα διασκορπίζονται στην Αχαρνών / δεν υπάρχει ομορφιά που συλλαμβάνεται / ούτε αθωότητα που συλλαμβάνεται / και έτσι όλα τα γέλια των παιδιών κι όλα τα μάτια θα μένουν εις τους αιώνες καταζητούμενα

η γέφυρα πάνω απ’ τις γραμμές του Αγίου Ελευθερίου βλέπει σ’ ένα υπερφανταστικό ξενοδοχείο με δεκάδες μικρά παραθυράκια που όταν πέφτει ο ήλιος κάνουν τρομερές αντανακλάσεις και δεν μπορείς να το πιστέψεις / δεν πιστεύεις δηλαδή ότι ο Άγιος Ελευθέριος έχει τέτοιες ντιζαϊνιές αφού μόνο κάτι πιτσαρίες tropical έχει και cafe «ραντεβού» και το πολύ κυριλέ του είναι το ζαχαροπλαστείο κοσμικόν

το ξενοδοχείο υπάρχει πάνω απ’ τις γραμμές για να θυμίζει πάντα τον παράλληλο κόσμο / τον φωσφοριζέ κόντρα στον παστέλ / γιατί Βαλκάνια είμαστε / κι ως νήπια θα μασάμε τα παστέλ για να γεννήσουμε συν τω χρόνω μπλε ηλεκτρίκ υπερζωές

το μέλλον θα ρθει από κει που δεν το περιμένεις

Tρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

το πρόβλημα που δεν πάμε μπροστά είναι ότι αφήνουμε στο repeat του mp3 κάτι τέτοια τραγούδια σαν το ακόλουθο -το αγρίως βαθύ και βαθύτατα σωματικό- και μιας που ξεκινάει ο μήνας και κάθε πρώτη του μήνα σκέφτεσαι «να μια ευκαιρία για αλλαγές», θα αναρωτηθείς γιατί δεν μπορείς να γεμίσεις το mp3 με Penny and the Swingin’ Cats

ε αν δε μπορείς δε μπορείς / δε θα τρελαθούμε σε παρακαλώ /

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Η Τετάρτη 2 Νοεμβρίου θα είναι η πρώτη μέρα από καταβολής κόσμου που θα ακούσεις τραγούδι με τη Δήμητρα Γαλάνη / μιας που σ’ αυτή την πόλη κυκλοφορούν συνθέτες σαν τον Αντώνη Σουσάμογλου ( και σαν τον Αλέξανδρο Βούλγαρη τώρα που τα λέμε ) /

[ θα μ’ αγαπάς άραγε ακόμα

όταν τα βλέμματά μας πια δε θα κρύβουν ανεξερεύνητες χώρες

θα μ’ αγαπάς άραγε ακόμα

όταν όλα θα πάνε στραβά

θα μ’ αγαπάς άραγε ακόμα

όταν τα φώτα χαμηλώσαν

όταν οι φίλοι λιγοστέψουν

όταν θα στέκομαι μπροστά σου σα βασιλιάς με πυτζάμες

θα μ’ αγαπάς άραγε ακόμα

όταν όλοι οι παλιοί μας καυγάδες γυρίσουν

και πλημμυρίσουν το δωμάτιο

σα βροχή ]

υγ: να Playlist / παρ’την και περπάτα την

Εντυπώματα

Οι γονείς θα διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά, όσο τα παιδιά θα χρειάζονται συντροφιά για το μεγάλο βήμα προς τον ύπνο. Όσο τα παιδιά θα διστάζουν να διασχίσουν μόνα τους το πέρασμα απ’ την ύπαρξη στη μη ύπαρξη και απ’ την κίνηση, στην ακινησία.

Η επιλογή συγκεκριμένων παραμυθιών είναι μια ασυνείδητη πράξη των γονιών όσο ασυνείδητα κι αδιευκρίνιστα είναι εκείνα που συμβαίνουν σ’ αυτή τη διάσταση της νύχτας όπου το σώμα δεν είναι σώμα, αλλά συνονθύλευμα σωμάτων, των σωμάτων που απέπλευσαν και των σωμάτων που ακολουθούν.

Οι δικοί μου υπήρξαν γενναιόδωροι με τον χρόνο και το αίσθημά τους. Μου διάβασαν ό,τι διαβάζεται και μου το διάβασαν και με όλη τους την καρδιά. Μου προσέφεραν κόσμους. Ωστόσο σήμερα, μετά τις τελευταίες ανακαλύψεις στο utube που με έκαναν να φτιάξω αυτό το post, με πιάνουν τα γέλια σκεπτόμενη τη μαμά μου να επιλέγει στο βιβλιοπωλείο «ρώσικα λαϊκά παραμύθια» ανίδεη για την προσωπική μνήμη μου που μόλις άρχιζε.

Λίγα «μεσογειακά» παραμύθια θυμάμαι, επίσης λίγα «παραμυθένια» παραμύθια αλλά αυτό υποπτεύομαι ότι συνέβη σε όλους μας. Και συνέβη μάλλον επειδή το αντίτιμο της ύπνωσης δεν μπορεί να εμπεριέχει και μεγάλο ποσοστό ελαφράδας. Κανένα παραμύθι δε χωράει τόσο πολύ ροζ.

Κάπως έτσι, με τα ρώσικα λαϊκά παραμύθια της μαμάς μου και τις παραμυθοκασσέτες που μας έβαζε το καλοκαίρι για να κοιμηθούμε η φίλη της μαμάς μου η Βούλα,

τα εντυπώματά των παραμυθιών πάνω μου γίναν κάπως βόρεια. Κάπως βαθύ τυρκουάζ έγιναν και κάπως χιόνι και κάπως κρύσταλλα. Μετά τα δικά μου εντυπώματα έγιναν βαθύ τυρκουάζ και χιόνι και κάπως κρύσταλλα.

Αυτό η μαμά μου, δεν θα μπορούσε να το προβλέψει.

Κι έτσι,

σήμερα, έπειτα από τις σωστές πλέον λέξεις κλειδιά που πληκτρολόγησα στο google κατάφερα να πέσω πάνω στο νούμερο ένα παραμύθι υπεύθυνο για όλα. Και με αφορμή αυτό, παραθέτω και τη μικρή -5 τίτλων- λίστα μου για εκείνους που έχουμε πάνω κάτω την ίδια τοπογραφία μνήμης. Και που όλο συναντιόμαστε εκεί έξω.

 

1/ Μιστουλέτος – Ο κακός πετεινός

Ο Μιστουλέτος κυκλοφορεί στο δάσος και πετυχαίνει το κορίτσι / το κορίτσι θέλει να παντρευτεί τον Πρίγκιπα αλλά είναι πολύ φτωχή για να τα καταφέρει / ο Μιστουλέτος τη βοηθάει / βάζει έναν όρο / να θυμάται το κορίτσι τ’ όνομά του έπειτα από ένα χρόνο / αν δεν το θυμάται λέει πως«θα πάρω την καρδιά σου και θα την δώσω να τη φάνε τα παιδιά μου» / ο καιρός περνάει / το κορίτσι παντρεμένο πια με τον Πρίγκιπα έχει ήδη παιδιά / και δεν θυμάται το όνομα του πετεινού / ο πετεινός λέει «θα πάρω την καρδιά των παιδιών σου και θα τη δώσω να τη φάνε τα παιδιά μου»

το παραμύθι λύεται με ευτυχές τέλος, αλλά δεν έχει πια σημασία

 

 

2/ Ρουμπελστίνσκιν – Ο Ξυλοπόδαρος

Ο ηλίθιος μυλωνάς για να εντυπωσιάσει τον βασιλιά του λέει ότι η κόρη του μπορεί να γνέθει το άχυρο και να το κάνει χρυσάφι / η κόρη οδηγείται στο παλάτι / ο βασιλιάς της λέει πως αν δεν κάνεις το άχυρο χρυσάφι θα πεθάνεις / η κόρη μένει μόνη / δεν μπορεί να κάνει το άχυρο χρυσάφι / μπαίνει ένα ανθρωπάκι σα νάνος και γνέθει όλο το άχυρο και το κάνει χρυσάφι / ζητά σε αντάλλαγμα το πρώτο παιδί της κόρης όταν γεννήσει / το άχυρο έχει γίνει χρυσάφι / ο βασιλιάς ενθουσιασμένος παντρεύει την κόρη με τον γιο του / η κόρη κάνει το πρώτο της παιδί / το ανθρωπάκι επιστρέφει και ζητά το μωρό / η κόρη αρνείται / το ανθρωπάκι λέει πως θα της αφήσει το μωρό της αν τα καταφέρει να βρει το όνομά του

η κόρη βρίσκει το όνομα, το όνομα είναι Ρουμπελστίνσκιν, ο Ρουμπελστίνσκιν απ’ το κακό του ΣΚΑΕΙ (κυριολεκτικά)

 

roump.jpg

 

3/ Ο Φίλιπκα 

Η Μπάμπα Γιάγκα η γριά της λίμνης μισεί τον Φίλιπκα γιατί είναι καλός ψαράς και πιάνει όλα τα ψάρια / η Μπάμπα Γιάγκα στέκεται στην όχθη και του φωνάζει «Φίλιπκα γιε μου, έλα να φας την πίτα που σου έφτιαξα» / ο Φίλιπκα δε μασάει / η φωνή της μαμάς του είναι γλυκύτερη / η Μπάμπα Γιάγκα πηγαίνει στον σιδερά / βάζει τη γλώσσα της στο αμόνι / ο σιδεράς την τροχίζει / «Φίλιπκα γιε μου, έλα να φας την πίτα που σου έφτιαξα» / ο Φίλιπκα ξεγελιέται / περνάει τη γριά της λίμνης για μητέρα / η Μπάμπα Γιάγκα τον πιάνει και τον πηγαίνει στο σπίτι της / λέει στην κόρη της να τον ψήσει στον φούρνο μέχρι να επιστρέψει για να τον φάνε / ο Φίλιπκα αρπάζει το φτυάρι και χώνει την κόρη μέσα στον φούρνο / η γριά επιστρέφει / τρώει την κόρη της / ο Φίλιπκα τρέχει και ανεβαίνει σ’ ένα δέντρο / η Μπάμπα Γιάγκα το ροκανίζει με τη γλώσσα της / το δέντρο πέφτει πάνω της και τη σκοτώνει 

ένα σμήνος αγριόχηνες παίρνουν στα φτερά τους τον Φίλιπκα και πετούν μακριά

 

mpampa3.jpg

 

4/ Ευτυχισμένος Πρίγκιπας

Ένα άγαλμα / σε μια Πολιτεία του Βορρά και ένα χελιδόνι / το χελιδόνι ξεκολλάει το μάτι του Πρίγκιπα που είναι από ρουμπίνι να το δώσει στους φτωχούς / αντί να αποδημεί ήδη προς τον Νότο / καρδιά του χειμώνα / το χελιδόνι ξεκολλάει τα μάτια του Πρίγκιπα / τα χρυσά ρούχα του Πρίγκιπα / τα δίνει στους ανθρώπους / ο Πρίγκιπας μένει γυμνός / το χελιδόνι θα ‘πρεπε ήδη να αποδημεί προς τον Νότο / αλλά δεν προλαβαίνει / η μικρή του καρδιά παγώνει / καρδιά του χειμώνα / ο Πρίγκιπας χωρίς στολίδια είναι ένα άχρηστο άγαλμα / οι υπεύθυνοι του Δημαρχείου το γκρεμίζουν και το λιώνουν στο καμίνι για να φτιάξουν ένα άλλο / πετούν το χελιδόνι στα σκουπίδια

«Φέρε μου τα δυο πιο πολύτιμα πράγματα μέσα στην πόλη», είπε ο Θεός σ’ έναν απ’ τους Αγγέλους του κι ο Άγγελος του έφερε τη μολυβένια καρδιά και το νεκρό πουλί.

 

prince.jpg

 

5/ Οι μύθοι των λουλουδιών / Εντελβάις

Η Βασίλισσα του χιονιού μένει στον πύργο της στην πιο ψηλή βουνοκορφή των Άλπεων / ντυμένη στα λευκά / διάφανη / την υπηρετούν ξωτικά / η καρδιά της είναι σκληρή σαν κρύσταλλο / πολλοί κυνηγοί έχουν την περιέργεια ν΄ανέβουν ως εκεί πάνω να τη γνωρίσουν / τα ξωτικά πάντα τους προλαβαίνουν και τους γκρεμίζουν απ’ τα βουνά / η Βασίλισσα δεν πονά για κείνους που πεθαίνουν για χάρη της / καινούριοι κυνηγοί / γκρεμισμένοι απ’ τα βουνά / και ξανά / καινούριος κυνηγός / δεν φοβάται / ανεβαίνει / πλησιάζει πολύ / η Βασίλισσα βγαίνει απ΄τον πύργο / για πρώτη φορά / τον κοιτά / ο κυνηγός / την κοιτά / και τότε / απ’ όλες τις βουνοκορφές ξεπηδούν χιλιάδες ξωτικά / τρέχουν και τον γκρεμίζουν απ’ τους βράχους / ο κυνηγός χτυπά στο κεφάλι και πεθαίνει / η Βασίλισσα του χιονιού προχωρά / σκύβει κοντά στον κυνηγό και από τα μάτια της κυλούν χοντρά δάκρυα / και σκορπούν στους βράχους / και σκορπούν στα χιόνια / και γίνονται λουλούδια διάφανα σαν αστεράκια / και γίνονται λουλούδια απαλά σαν βελούδο / κι είναι τα Εντελβάις

Η Βασίλισσα χάνεται από τον πύργο, χάνονται και τα ξωτικά. Το μόνο που μένει είναι ο θρύλος του Εντελβάις, του μικορύ αυτού λουλουδιού που οι κάτοικοι των Άλπεων πάντα γυρεύουν να το βρουν γιατί λένε πως φέρνει τύχη σ’ εκείνον που το κρατάει πάνω του.

 

ede.jpg

 

υγ: Εκτός απ’ τους συγγραφείς των παραμυθιών,

δόξα στους σπουδαίους εικονογράφους που δεν δίστασαν μπρος στο μαχαίρι της γραφής κι έκοψαν σύριζα το χρώμα,

δόξα στους εκδοτικούς οίκους που κυκλοφόρησαν τα παραμύθια σε κασσέτες κι ηρέμησαν οι μαμάδες μας αφήνοντάς μας με μια συντροφιά τις πιο ζεστές νύχτες του καλοκαιριού

και δόξα σ’εκείνους που χάρισαν τη φωνή τους,

δόξα στους ηθοποιούς.

 

 

 

 

Διαβάζοντας τη βιογραφία του D.A Levy, θυμήθηκα αυτό το απόσπασμα από το Ουρλιαχτό του Allen Ginsberg (μτφ Γ.Μπλάνα):

» αυτούς που δούλεψαν στο Ντένβερ, αυτούς που πέθαναν στο Ντένβερ, αυτούς που γύρισαν στο Ντένβερ κι άδικα περίμεναν, αυτούς που έβλεπαν όλο το Ντένβερ και συλλογίζονταν και ασκήτευαν στο Ντένβερ και τελικά έφυγαν για ν’ ανακαλύψουν τον Χρόνο και το Ντένβερ έμεινε μονάχο, δίχως ήρωες «

2425563967_235efa7d5a.jpg

d.a. levy /1942 /ποιητής και εναλλακτικός εκδότης / γεννήθηκε στο Cleveland

H wikipedia μιλά αρκετά ποιητικά για wikipedia:

«όταν τέλειωσε το Λύκειο αποφάσισε να διαβάσει τα πάντα και να γράψει τα πάντα και έχασε το μυαλό του αναζητώντας το άπειρο»

d.a. levy / εξέδιδε σε χειρόγραφα και στένσιλ / ζωγράφιζε

Το 1966 κατηγορήθηκε για διανομή άσεμνης ποίησης σε ανήλικους. Στο Cleveland. Tο 1967 ξανά. Στο Cleveland.

«η ποίηση αυτή δεν είναι ούτε κατά διάνοια άσεμνη. Αλλά και να ήταν, δε με νοιάζει. Μπορείς να πας οπουδήποτε σ’ αυτή την πόλη και να αγοράσεις κάτι απ’ τις εκδόσεις Grove Press. Αυτούς οι μπάτσοι δεν τους ενοχλούν».

d.a. levy / ανορθογραφία από επιλογή και τυπογραφικές περιεργίλες / συγγενής των Beats

«κατασκεύαζε κολλάζ λέξεων τα οποία μεταμόρφωναν την ποίηση σε οπτικό αντικείμενο λες και ήθελε να δώσει στις λέξεις φυσικό βάρος»(Μοrgan Meis )

d.a. levy / αυτούς που δούλεψαν στο Ντένβερ / αυτούς που πέθαναν στο Ντένβερ

«έχω μια πόλη να καλύψω με γραμμές.»

*Cleveland: αναπτυγμένη βιομηχανική πόλη που στα τέλη του ’60 έμοιαζε με βομβαρδισμένο τόπο.

» Αρκεί να πει κανείς πως στα 1969, το Cleveland ήταν σύμβολο όλου του συγκεκαλυμμένου εκτροχιασμού της Αμερικής» (Μοrgan Meis)

d.a. levy / 1942 – 1968

Αυτοπυροβολήθηκε. Το όπλο το είχε απ’ τα παιδικά του χρόνια. Ήταν 26 χρονών.

 

d_a_levy_shot.jpg

 

«Κόκκινη Κυρία» / «Red Lady» (απόσπασμα)

 

Η Κόκκινη Κυρία ήταν τριών όταν κατάλαβε ποια

ήταν χωρίς να ξέρει. Της είχαν μόλις μάθει

να λέει την ώρα κι εκείνη κοίταζε

τον λεπτοδείκτη να πλησιάζει τις 3.30 προ μεσημβρίας στο

σκοτάδι του δωματίου της, παιχνιδοκούκλες και φελιζόλ

λαγοί διαφανείς, κυμάτιζαν

στα κύματα και ξάφνου όλα σταμάτησαν-εκτός

απ’ τις άφωνες φωνές μέσα στο κεφάλι της που

επέστρεφαν όνειρα χιλιάδων χρόνων

θαμμένα κάτω από την άμμο και όνειρα που περίμεναν

κάτω από οργιές παχύσαρκου ωκεανού και όνειρα που

με κάποιο τρόπο, κάποιος είχε προσπαθήσει να τα δολοφονήσει

εν αγνοία τους.

 

και η Κόκκινη Κυρία ήταν τριών, στις

3.30 προ μεσημβρίας, όταν πήρε φωτιά, μα δεν είχε

λέξεις για τη γνώση που γνώριζε και πριν

να διεισδύσει ο ήλιος μέσα στο κοιμώμενο σχήμα της αυτή

ήξερε πως αυτό που ήταν, ήταν εκατοντάδες χιλιάδες φωνές που

θα παρέμεναν άλαλες για ολόκληρη την παιδική αιωνιότητα.

 

(…)

 

daback.jpg

 

 

«Τα κουδουνίσματα των Πόνυ» / «the bells of the Cherokee ponies»

 

θα ήταν σκέφτηκα

κωδωνισμοί του ανέμου

σε δρόμους νυχτερινούς

με τα νεαρά μου μάτια

γύρισα κατά την Ανατολή

κι απόμακρο ένα κουδούνισμα

από Πόνυ φαντάσματα

ανέτειλε  απ’ το χώμα

 

Πόνυ, Πόνυ, Πόνυ

(πώς το μικράκι άλογο γίνεται

λεξούλα που ηχεί αστεία)

 

γύρισα κατά την Ανατολή

αναμένοντας ίσως Βούδες

φέροντες κουδουνίσματα

που κλαίνε στο σκοτάδι

 

Υπόγεια τ’ Άλογα

κι ανατέλλουν!

 

Cherokee, Delaware, Huron ,

είθε η γη να επιστρέψει σε σας

 

τα μικράκια άλογα

θα επιστρέψουν τη γη σε σας

για να την εξαγνίσουν

στη λίμνη των δακρύων τους

 

Υπόγεια τ’ Άλογα

κι ανατέλλουν!

για να πουν στους πατεράδες τους:

 

« σε δρόμους νυχτερινούς

τα κουδουνίσματα των Πόνυ

τώρα, κλαίνε »

 

tumblr_mcc2b1ox5f1r6yhsro1_1280.jpg

 

 

«ρόδα που» / «roses that»

 

περιμένουμε τα ρόδα που

ανθούν περιμένουμε τα ρόδα που

ανθούν τα ρόδα που

ανθούν τα ρόδα που ανθούν

ανθούν ρόδα που ανθούν ανθούν

ανθούν που ανθούν ανθούν ανθούν

ανθούν

και τα ρόδα που ποτέ δεν

ανθούν τα ρόδα που ποτέ δεν

ανθούν ρόδα που ποτέ δεν

ανθούν που ποτέ δεν ανθούν

ανθούν ποτέ ανθούν ανθούν

ανθούν

ξέρεις αν τα ρόδα στα όνειρα;

ανθούν ρόδα στα όνειρα;

ανθούν στα όνειρα; ανθούν

ανθούν όνειρα; ανθούν

ανθούν

όσο εμείς καθόμαστε στη σκιά

έχουν ήδη χτίσει ένα ηλιοτρόπιο

που καλύπτει τις πόλεις με

στάχτες ρόδα που καλύπτουν

τις πόλεις όσο εμείς καθόμαστε στη

σκιά έχουν ήδη χτίσει έναν ήλιο

ανθεί ρόδα που ανθούν

πόλεις στάχτες όσο εμείς καθόμαστε στον

ήλιο έχουν ήδη χτίσει ένα

ρόδο που ποτέ ρόδα που ρόδα

ανθούν απίστευτο δεν είναι

ρόδα που

κάθονται στη σκιά όσο εμείς χτίζουμε όνειρα που ποτέ

δεν ανθούν χτίζουμε όνειρα που

ανθούν ανθούν ανθούν ανθούν

πόλεις από ρόδα που ανθούν

σε στάχτες που ρίχνουν σκιά

σε ρόδα που εδρεύουμε μέσα

στο φως του ήλιου σαν ρόδα που

τα κάνουμε στάχτη σαν

ρόδα που

ονειρεύονται

ποτέ

περιμένουν

κι ανθούν.

Tibetan Stroboscope.jpg

*(το Θιβετιανό Στροβοσκόπιο, απ’ τις σημαντικότερες δουλειές του Levy στην οπτικοποιημένη ποίηση)

 

 

«Επιτύμβιο φυλαχτό μοναχικό» / «Tomb stone as a lonely charm» (αποσπάσματα)

 

δεν έχω τίποτα να σου πω

εσύ που δεν ακούς τον ήχο

του αόρατου ωκεανού

αυτού του αδιάλειπτου αμφισβητία

της ίδιας της ύπαρξής του

εκείνου του χάχα μπρος στα υπέρβαρα κύματά του

 

( και η γηραιά γυναίκα απ’ το Θιβέτ

που έγραψε το όμορφο βιβλίο

βλέπει μάλλον έγχρωμη τηλεόραση

αυτή τη στιγμή που μιλάμε )

 

(…)

 

δεν έχω τίποτα να πω

γιατί δεν κάθεσαι απλώς εκεί που κάθεσαι

να πεθάνεις

λίγο λίγο κάθε μέρα

αναμένοντας κάποιο κουτό

πιτσιρίκι να κουβαλήσει το

κυματιστό πουλί της αγάπης σου

να ξεστομίσει όσα

κώλωσες να πεις κι ίσως

σε χίλια ή δυο χιλιάδες χρόνια από τώρα

ν’ αρχίσεις να καταλαβαίνεις

 

ότι το κουτό παιδί

ήσουν εσύ

και το δολοφόνησες

στα μουλωχτά.

 

IC_MEIS_LEVY_FI_001.png

 

«Τραγούδια για νεκρά παιδιά» / «Songs for dead children»

 

όλοι πληρώνουν ό,τι χρωστάνε

και κανείς δεν παίρνει στα χέρια του το προϊόν

κι αναρωτιέμαι αν υπάρχουν πουθενά καλύτερα σχολεία

σαν τα πουλιά που όλα τους πεθαίνουν νέα

τη στιγμή που διαγράφουν πορεία στον άνεμο

δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα όνειρο του Σαββατοκύριακου

και μοιάζει σαν

σκέτο λευκό που αποπλέει

μέσα στο νου

το όνειρο

κάποιος κι εγώ

με απαρνιόμαστε

μήπως χρειάζομαι αμφεταμίνη

για να βουτήξω μέσα στο μυαλό μου

που ξετυλίγεται

σαν παλιά εφημερίδα

κι ανθίζει

στο φως της μέρας

η ταινία τέλειωσε

γλίστρησε έξω απ’ το κρεββάτι

και μάλλον έστριψε τσιγάρο

κι όσα αραιώνω μέσα στη μπύρα

μου υπενθυμίζουν

όλα αυτά που θα μπορούσα να γίνω

και

τώρα ξοδέψαμε τη φωτιά μόνο και μόνο για να επιβιώσουμε

 

γλιστρώ έξω απ’ το κρεββάτι

σφαλίζω το μάτι μου κάθε μέρα

υπάρχει αρκετό τίποτα

στη μηχανή του νου

για να παίξεις το παιχνίδι

ο διάτρητος χρόνος σημαίνει

στους δρόμους του χειμώνα

όλα είναι το ίδιο

όσο χορεύεις

στον ρυθμό του σαλεμένου νου

και τώρα

ξοδέψαμε τη φωτιά μόνο και μόνο για να επιβιώσουμε

 

διασχίζοντας την ερημιά του ανέμου

η μνήμη μου τρεμοπαίζει

στους κινδύνους της σιωπής

και τον φόβο της αγάπης

κι οι αμμόλοφοι της οργής

με κινητοποιούν

καθώς η ώρα του τσακαλιού

πλησιάζει

σαν βόμβα κι εγώ

στέκομαι εδώ

με μια παγωμένη καρδιά

και τι είν’ αυτό που είναι δικό μου

αβάσταχτα βαρύ μέσα στο όλον που με καταριέται

κάθε φορά που ψάχνω μέσα μου

για τον ήλιο

και τώρα

ξοδέψαμε τη φωτιά μόνο και μόνο για να επιβιώσουμε

 

και με συμβούλεψαν

να ‘μαι ειλικρινής

την ώρα που κλείνω το φέρετρο

στα χτεσινά νέα των εφημερίδων θάνατοι

κι οι χάρτινοι θάνατοι

συσκευάζονται

στα σκουπιδιάρικα του φασισμού

 

οι διάττοντες αστέρες είναι άγγελοι νεκροί

που πίνουν κρασί

στα γκαράζ της επιβίβασης

κι εγώ

εκτυλίσσομαι

ως κατάλογος ονομάτων

γραμμένων στον ουρανό

και άπαντες οι ποιητές

τραγουδούν

τραγούδια για νεκρά παιδιά

και τα νεκρά όνειρα

των παιδιών

επιμένουν

να μετενσαρκώνονται.

 

rabbits.jpg

 

«Προαστιακό Μοναστήρι

Ποίημα Θανάτου» /

«Suburban Monastery

Death Poem» (αποσπάσματα)

 

(…)

 

χαλόου αστροναύτη

όχι δεν είμαι πυγολαμπίδα

όχι δεν είμαι ιπτάμενος δίσκος

στον ορίζοντα

είμαι μια αυτοφυής ύλη

συνειδητότητας που περιμένει

να ξαναγεννηθεί –μπορείς

να μ’ ακούσεις; μπορείς

να μ’ ακούσεις;

 

(…)

 

χορεύεις (ίσα που κινείσαι)

στο υπόγειο της εκκλησίας

κάποιος που φορά  χρωματιστά

σε αρπάζει και σε κουβαλά

στους ώμους του

και για μια στιγμή

μένει εκτεθειμένη η γεωμετρία της σάρκας σου

 

για ( κάποιου ποιητή το βραχύβιο ) πάντα

τα μάτια μου συνέλαβαν και φωτογράφισαν

την κινούμενη φιγούρα σου

 

( αυτή η εικόνα σου –που ακόμα κινείται

είναι κρεμασμένη στην ιερή πινακοθήκη

του μυαλού μου )

 

( αυτή η εικόνα με σένα που κινείσαι σαν

ένας  Άγγελος ταντρικός –είναι ασφαλισμένη

στον καθεδρικό του κρανίου μου )

 

αύγουστος 1968,

e. cleveland ohio

 

*σημείωση:

η γαλήνη και η επίγνωση είναι

σαν δυο μικρά πουλιά

που προσπαθούν να το σκάσουν απ’ τον πλανήτη

γιατί κουράστηκαν να πεθαίνουν

 

δεν παραδέχομαι τίποτα.

dalm13.jpg

outro και αουφβιντε(ρ)ζ(έ)ιν

 

happy.jpg

» καληνύχτα σου χειμώνα

με το παγωμένο βέλος 

τώρα που θ’ αποδημήσεις

κοίτα μη με λησμονήσεις

το χιονένιο σου παιδάκι

στο μικρό του το χεράκι

κρύβει πάντα μιαν αγάπη

με ευτυχισμένο τέλος «

 

 

 

υγ: ν’ αγαπιόμαστε.

έξοδος.

 

*στη φωτογραφία, έργο του Voider Sun