Όταν η Αθήνα αδειάζει, είναι η ίδια Αθήνα. Οι άνθρωποι που δε φεύγουν ποτέ από την πόλη είναι τα θεμέλια της πόλης. Τα καφενεία στου Ψυρρή είναι το βαθύ σκαμμένο στρέμμα που πάνω του ορθώνεται η πολιτεία της Πατησίων και ανεμπόδιστο ρέει παραδίπλα ως ποτάμι η Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι κι αυτός σαφώς κολυμβητής στην έρημη χώρα, μαζί με τον Κωστή Παλαμά των εγκαυμάτων που του φορέσανε γκρι πανιά κι είναι τώρα σαν να πενθεί. Το θεατρικό μουσείο πίσω του δεν μοιάζει πια κλειστό, μιας που όλα είναι κλειστά, ακόμα και η Πρωτοπορία, ακόμα και το σουβλατζίδικο δίπλα στην Πρωτοπορία.
Όταν η Αθήνα αδειάζει, το πεζοδρόμιο Ασκληπιού και Σόλωνος δε μοιάζει πια και τόσο επικίνδυνο αφού δε βιάζεσαι να προσπεράσεις το φωτάκι που αναβοσβήνει, μισό πράσινο μισό κόκκινο κι εσύ στις αιχμές του απλώς τυρκουάζ. Δε μοιάζει επικίνδυνο γιατί ο κίνδυνος είναι μια απόφαση που πρέπει να παρθεί βεβιασμένα. Κι ίσως άλλοτε και όχι, αφού υπάρχει η περίπτωση, ο κίνδυνος να είναι ένας χώρος κενός κι ένας χρόνος μακρύς που επωάζεται υπομονετικά και κάποτε τρώει τα κόκκαλα.
Περισσότερο ανυπόμονη από τον κίνδυνο, είναι η εξαιρετικά νοσταλγική ανάγκη του ανθρώπου να γιορτάσει. Κι έτσι ο μισός μου εαυτός σήμερα που περπατούσα να πάρω τσουρέκια ευχόταν με τη δύναμη του φεγγαριού να πέσει ο γενικός της ΔΕΗ και να πάψουν από παντού ν’ ακούγονται κλαρίνα, κι ο μισός μου εαυτός ευχόταν με τη δύναμη του φεγγαριού να μην είχε πεθάνει ποτέ κανείς και να ταν πάλι 1996, χωρίς τα γιακαδάκια, με τα βιολιά, χωρίς τα σταυρουδάκια, με τα λαούτα. Αλλά και με τα γιακαδάκια. Και με τα σταυρουδάκια. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι, να μην είχε πεθάνει ποτέ κανείς και να μας έβρισκε η Κυριακή του Πάσχα να τρέχουμε αλαφιασμένοι και ιδρωμένοι στις αυλές με το παϊδάκι στο λαδωμένο χέρι μας, έτοιμοι να πνιγούμε ή να πάθουμε καρδιακή προσβολή απ’ το λαχάνιασμα, να μπαίνουμε και να χαλάμε τον μπάλλο των μεγάλων χοροπηδώντας σαν χαζοηλίθιοι, και να ‘μαστε χαζοηλίθιοι και εντελώς καθυστερημένοι αλλά με κατακόκκινα μάγουλα, πιο υγιή απ’ την υγεία, και να μας έβρισκε το απόγευμα μπουγελιασμένους με τα λάστιχα, με πουκαμισάκια έξω απ’ τις φούστες, να μας τραβολογάνε οι γονείς στο αυτοκίνητο -ευτυχώς άλλη μια φορά σώους πλην εντελώς χαζοηλίθιους- και με τον Χριστό αναστημένο να κάνει κι αυτός το κομμάτι του εδώ στην Ελλάδα που βρέθηκε, στην Ελλάδα που τον ταξιδιώτη που γυρίζει τον πνίγουμε στα σάλια και τα φιλιά και τον μπουκώνουμε γλυκά και του δίνουμε μαντήλι να σύρει πρώτος τον χορό. Εδώ, στην Ελλάδα που βρέθηκε και του τυχε να επιστρέψει, του αναστημένου.
«Άμα είχα 50άρικο ρε κοπελιά, θα παντρευόμουνα την Κυρία εδώ δίπλα» μου λέει μουστακαλής μαυρισμένος θαμώνας καφενείου στη Βάθης που του ζητάω να μου χαλάσει για να πληρώσω το ταξί. Η Κυρία στο πλευρό του χαμογελάει με δύο δόντια, δεν μπορώ να βγάλω απόφαση αν τη νοιάζει σίγουρα που δεν μπορεί να την παντρευτεί. Ο μισός μου εαυτός συν κάτι, πιστεύει πως τη νοιάζει.
Υπάρχει ένας τρόπος το κοντά και το εύκολα προσβάσιμο να γίνεται εξαιρετικά μακρινό και το χει πει κι η Tori Amos που γενικά ξέρει.
«China all the way to New York
I can feel the distance getting close»
Κι έτσι απ’ τη μια δε θέλουμε και πολύ να δώσουμε ένα σάλτο και να κουβαληθούμε πενήντα νοματαίοι με τις κιθάρες και τα λαούτα μας στο κατάστρωμα. Ή στο παλιό ρενό με τη σχάρα και τη Χαρούλα στη μασημένη κασσέτα να τραγουδάει επιληπτικά τον «Μπαρμπαγιαννακάκη». Αλλά μας έφαγαν τα flocafe του blue star και κανείς δεν κουβαλάει κεφτέδες και το ρενό είναι ήδη παλιοσίδερα. Πιστεύω πως τουλάχιστον τα σίδερα έχουν ανακυκλωθεί σε σύγχρονης τεχνολογίας φτερά. Αν μη τί άλλο.
Ένα είναι το σίγουρο, ότι τα καινούρια παιδιά που μπουγελιάζουν σήμερα τον Χριστό είναι κρυσταλλάκια. Απορροφούν την ενέργεια κι εκπέμπουν το φως και εμπεριέχουν το μέλλον κι όταν με κοιτάνε μ’ αυτά τα τεράστια μάτια τους μου λένε:
« Να ξέρεις, έχω γραμμένο το 1996 σου. Σε παλιό ραδιοφωνάκι. Και θα το επανακυκλοφορήσω σε λίγα χρόνια σε βινύλιο που είναι πάλι της μόδας. Κι έχω γραμμένη και την Αλεξίου σου. Και θα μιξάρω πάνω της ήχους αστρικούς και υψηλές συχνότητες. Και θα μιξάρω πάνω της ένα ποίημα της Νατάσσας Χατζιδάκι και θα το επανακυκλοφορήσω σε παραμυθοκασσέτα. Να ξέρεις έχω γραμμένη τη μνήμη σου και θα βγάλω πάνω της πάρα πολλά λεφτά και θα γίνω ζάπλουτος. Γιατί είν’ η μνήμη προϊόν κερδοφόρο και χωράφι καρπερό κι όσο τη σκάβεις, χρυσάφι βγάζεις. Κι έχω γραμμένη και την Κυριακή του Πάσχα σου και θα σε βάλω να την αφηγηθείς με μια ανάσα και θα την κυκλοφορήσω και θα σε κάνω διάσημη, και θα γίνουμε ζάπλουτοι και θα πάμε στο φεγγάρι«.
Και θα πάμε στο φεγγάρι. Οι χαζοηλίθιοι. Με διαστημόπλοιο. Που θα μας παραλάβει από αυλή στους Αγίους Αναργύρους. Οι χαζοηλίθιοι.
Σχολιάστε