Αυτή την τελευταία βδομάδα έκατσα και είδα στο utube τα ταρώ όλης της χρονιάς που πέρασε. Τα ζώδια μου φαίνονται πολύ πιο βαρετά ενώ οι κάρτες των ταρώ δημιουργούν όπως και να το κάνεις πολύ ωραίους συνειρμούς και έχουν πάνω τους εικόνες όπως αυτές που θα ‘θελαμε να βλέπουμε στον ύπνο μας και που καμμιά φορά τις βλέπουμε.
Το να παρακολουθώ τις προβλέψεις των ταρώ για μήνες περασμένους είναι χωρίς αμφιβολία μια πράξη που εντάσσεται στην κατηγορία «ψυχαναγκασμός» και είναι σίγουρα κάτι το ηλίθιο όχι όμως περισσότερο ηλίθιο απ’ το ποσοστό ηλιθιότητας που έτσι κι αλλιώς όλους μας διακατέχει και κάπως έτσι κάνουμε χαζοβλακείες που μας κάνουν να αντέχουμε όλη αυτή τη σοβαρότητα που είναι η ζωή.
Αγαπημένοι μου Υδροχόοι. Καιπάλικαλάναλέτε. Και πάλι καλά. Και που δε φάγαμε ξύλο θαύμα είναι. Τρεις φορές ο έρμος που διαβάζει τα ταρώ είπε για το 2018 «προσοχή μπορεί οι συνθήκες να οδηγήσουν στη χειροδικία». Θα μου πείτε τώρα, «Μάτα γιατί είσαι τέτοια, πού το ξέρεις ότι το ξύλο θα το τρώγαμε και δε θα το δίναμε;» Ε μη με ρωτάτε αυτά που έτσι κι αλλιώς γνωρίζετε. Τώρα πώς φτάσαμε εδώ ως Υδροχόοι, με τα οστά της πλάτης μας κάποιοι και με τα οστά του αυχένα μας άλλοι να έχουν πάθει σύνθλιψη ολική, είναι κάτι που θα το θυμόμαστε σε δέκα χρόνια και ελπίζω να γελάμε. Θα λέμε πως κάναμε πράξη εκείνο του Beckett το «είναι αδύνατο πως θα ‘πρεπε να ‘χω μια φωνή και δεν έχω καμία».
Όσοι επιβιώσαμε του πανάθλιου τούτου έτους -Υδροχόοι και μη- θα επιβιώσαμε από κάποια παράξενη αισιοδοξία η οποία προς έκπληξή μας δεν ήταν τελικά θέσει αισιοδοξία όπως λανθασμένα νομίζαμε, αλλά φύσει. Θα επιβιώσαμε ακόμα εξαιτίας αυτής της υπέροχης ανάγκης του ανθρώπου να αφηγείται ιστορίες που τον εμπεριέχουν. Να αφηγηθείς ιστορίες σημαίνει να ζήσεις ιστορίες κι οτιδήποτε άλλο ανήκει στη σφαίρα της φιλοσοφίας. Να ζήσεις, θα πει να εισπράξεις με τις αισθήσεις μια δόνηση που σα χαρά θα μοιάζει. Περπατήσαμε -σας συνάντησα όλους. Η πόλη αυτή ξέρει να παρηγορεί. Έχει ωραίες λεωφόρους που ερήμωσαν αλλά δε χάθηκαν απ’ τη μνήμη, έχει μαγαζιά που κλείσανε μα που δεν κατεβάσαν τις ταμπέλες τους. Έχει μπαρ που δεν τσιγκουνεύονται τα ποτά. Η Αθήνα είναι μια πόλη ευτυχισμένη. Γι αυτούς που βρίσκουν μίζερο ή ανέλπιδο ή σκοτεινό ό,τι αγκάλιασε τις μέρες της φθοράς του, θα πω κρίμα. Το 2018 αλλά και ολόκληρη η ιστορία απέδειξαν πως συλλογική μνήμη είναι το φέρσιμό μας μέσα στις μέρες της ήττας. Αυτό που εγγράφεται ως αποτύπωμα του ανθρώπου είναι τα χαζά του κόλπα και τα τερτίπια του και τα αυτοσχέδια γλέντια του και οι μπαλαφάρες του όταν όλα είναι πικρά. Εκεί που σκύψαμε και κάποιος μας σήκωσε.
Περπατήσαμε -σας συνάντησα όλους. Βγάλαμε τα κινητά και φωτογραφίσαμε το σημείο που δολοφονήθηκε ο Ζακ γεμάτο στρας και χρυσόσκονες τώρα. Φωτογραφίσαμε την οδό Πολυτεχνείου που λένε ότι βρωμάει όσοι ποτέ δεν έχασαν την πίστη τους. Φωτογραφίσαμε τους φίλους μας να τραγουδούν πάνω σε κάποιο stage και κάποιοι άλλοι φωτογράφισαν εμάς. Κρατήσαμε όσο μπορούσαμε να κρατήσουμε τα μπάνια. Φέτος φτάσαμε στις αρχές του Οκτώβρη. Συρθήκαμε κι ανοίξαμε τη μπαλκονόπορτα τις μέρες που τα δάχτυλα ούτε πόμολο δε μπορούσαν να γυρίσουν και ποτίσαμε τις γλάστρες κι ο βασιλικός μου αντέχει ακόμα κι έχει ξεπεράσει σε ύψος το ένα μέτρο κι ακουμπά την απλώστρα όταν απλώνω κι έρχεται ακόμα ο κίτρινος μπάμπουρας Δεκέμβρη μήνα και κάθεται σ’ ό,τι θυμάται για μυρτιά και ψάχνει τον καρπό της και καρπό δε βρίσκει αλλά έρχεται και περιμένει, όπως το καλοκαίρι θα ξανάρθει κι όπως περιμένω κι εγώ.
Το έτος 2018 ήταν σίγουρα η πιο «ουάου δεν καταλαβαίνεις πόσο ουάου» χρονιά αναφορικά με τα όσα συνέβησαν μέσα στον ύπνο μου. Ανέπτυξα τέτοιες τρομακτικές δεξιότητες που σίγουρα θα μπορούσα να ανοίξω κανάλι στο utube και να ανεβάζω βίντεο με τίτλο «θεραπεία μέσω των ονείρων» ή «δέκα τρόποι για να καθοδηγείτε τα όνειρά σας» και να γίνω πάρα πολύ διάσημη και να παίρνω σχόλια στα βίντεό μου του τύπου «Κυρία Μάτα, κάθε βράδυ ονειρεύομαι ότι είμαι μαρούλι που με τρώει λαγός και με τις οδηγίες σας καταφέρνω τη στιγμή που πλησιάζει ο λαγός να μεταμορφώνομαι από μαρούλι σε Ελένη Μενεγάκη που τραγουδάει με φωνή Αλίκης Βουγιουκλάκη και να τον κάνω να με λυπάται και να μη με τρώει εμένα την τόσο Μενεγάκη όσο και Βουγιουκλάκη».
Η αλήθεια πάντως είναι ότι στον ύπνο συμβαίνουν τέτοια ακραία ουάου πράγματα που δε θέλει πολύ κανείς για να χάσει και το λιγοστό μυαλό που έχει. Έτσι αποφάσισα να τα παρατήσω παρόλο που θα μπορούσα να κάνω τεράστια καριέρα και ποιός δε θα ‘θελε τέτοια καριέρα εδώ που τα λέμε. Δεν έχεις και πολλές ευκαιρίες να ανυψωθείς από άνθρωπος σε υπερ-άνθρωπο που στον ύπνο ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις αλλά στον ξύπνιο δε μπορεί ούτε τις μπούρδες που λέει ο Σκάι να αναγνωρίσει.
Συμφώνησα λοιπόν με τη φράση ενός τύπου που δε θυμάμαι το όνομα «πηγαίνω για ύπνο με σκοπό να ξυπνήσω» και πάνε τώρα τα συνειδητά όνειρα που έβλεπα, και πάνε τα μαγικά, που έλεγα «τώρα θα πετάξω και θα φτάσω στο Γκντανσκ της Πολωνίας» και έφτανα και πάνε οι οδηγίες που μου έδινα μέσα στον ύπνο μου και που ο ονειρευόμενος εαυτός μου κατά γράμμα τις ακολουθούσε. Και πάει που περπατούσα σαν τον νίντζα πάνω στην οροφή και πάει που εξημέρωνα διάφανες αράχνες και πάει που έλεγα «θα πέσω απ’ τον πέμπτο και θα ανεβώ ξανά πάνω σαν πύραυλος» κι έπεφτα και κόκκαλο δεν έσπαγε και πύραυλος γινόμουνα και ξανάμπαινα στο διαμέρισμα. Πάνε όλα και να πάνε στο καλό τους. Τώρα επιτέλους άρχισα να βλέπω τα γνωστά.
Πατησίων και κυνηγητό με όπλα, παραστάσεις που κάνουν κοιλιά και προσπαθούμε να τις σώσουμε με άλα ντ’άλα λόγια, ξημερώματα σε κάτι δυστοπικά μέρη πρώην βιομηχανικές περιοχές, να διευθύνω όλο τον «Σταυρό του Νότου» του Μικρούτσικου και να βλέπω αυτούς που έχουν πεθάνει γωνία Σόλωνος και Θεμιστοκλέους να με σώζουν από απίθανα σκατένιες καταστάσεις, νεκρούς κοστουμαρισμένους που έχω πολύ ή λιγότερο καιρό να δω ανακατεμένους με ζωντανούς, αυτό το απροσδιόριστο «εμείς» των ονείρων που δεν είναι άλλο απ’ την ονειρική σχολική μπάντα του καθενός μας, απ’ την ονειρική μας κολλεκτίβα, τον θίασο ή την οικογένειά μας, ένα σύνολο ανθρώπων που χάνονται και ξαναβρίσκονται και δεν τρέχει κάστανο, είναι πάντα εκεί κι έτσι όσο κι αν ο καιρός περνάει όταν τους συναντούμε ξανά δε λέμε «καλησπέρα σας» αλλά «έλα καλέ».
Το μόνο που κράτησα από την τελετουργία των ονείρων μου και τις οδηγίες που έδινα όσο κοιμόμουνα στον ασυνείδητο εαυτό μου είναι πως θα ‘θελα να ‘μαι ευγενής απέναντι σ’ όσους στον ύπνο μου συναντώ. Και μετά πήρα από το παζάρι βιβλίων του Γαβριηλίδη το «Ονειροσκόπιο» του Σπύρου Τσακνιά και διάβασα:
[ Από τότε που με ονειρεύεσαι με κομμένα χέρια,
δε μπορώ να σε αγκαλιάσω ]
Η φωτογραφία είναι από την τελευταία Πατησίων της χρονιάς. Πριν από καμμιά ώρα ανεβαίνα με τα πόδια απ’ το Μεταξουργείο, στη Πλατεία Βάθη ένας άνθρωπος κουκουλωμένος, μάσαγε από ένα σακούλι κάτι σαν σπόρια και τραγουδούσε. Τί τραγουδούσε όμως. Τη γέφυρα από τη Ζαϊρα που θα πει: «γιάλαρουμπι γιάλαρουμπι γελ γιαχαμπίπι για, γιάλαρουμπι γιάχαμπιμπι για». Και δώστου απ’ την αρχή. Και τίποτα άλλο. Υπάρχει ένα ζήτημα με την Αθήνα. Είναι μια πόλη που την ανακαλύπτεις κάθε μέρα, μια σχεδόν ψυχαναλυτική πόλη, κάθε φορά ξεθάβεις κομμάτια της που παλιότερα θα ‘σουν ανίκανος να τα περπατήσεις. Η Αθήνα, τα πόδια μου και το χαζοκινητό μου με τις φωτογραφίες του, είναι αυτό που θα κουβαλήσω μαζί μου στην επόμενη χρονιά. Άλλοι πάνε στο γυμναστήριο και άλλοι στη γιόγκα και άλλοι στο κολυμβητήριο και άλλοι πουθενά και κάθονται και σκάνε, εγώ περπατάω και θα περπατάω και κάποια στιγμή θα μπαίνω στο πρώτο λεωφορείο που θα βλέπω μπροστά μου μέχρι να μην υπάρχει λεωφορείο του κέντρου της Αθήνας στο οποίο να μην έχω μπει. Ούτε καναπέ μπορώ ούτε γιόγκα μπορώ. Ούτε πηγάδι μπορώ ούτε τη Βασιλεία του Ζεν μπορώ. Μπορώ γιάλαρουμπι γιάλαρουμπι γελ, μπορώ να έρχονται οι φίλοι μου στο σπίτι και μπορώ να γράφω.
Το 2019, θα μπούνε στα τριάντα όλα τα πενταμισάρικα που το 1994 πήγαν στην πρώτη του δημοτικού. Θα μπούμε στα τριάντα. Πρώτη θα μπει η Αναστασία που γιορτάζει πάντα πριν από μένα τα γενέθλιά της 25 χρόνια τώρα και που κάθεται στο διπλανό θρανίο μου 25 χρόνια τώρα. Στα τριάντα δε θα με δει να μπαίνω η γιαγιά μου κι ο παππούς μου που αποφάσισαν ότι ως εδώ η ζωή και την έκαναν και με γεια τους με χαρά τους γιατί ήταν πολύ ωραίοι και καρδιοκατακτητές κι οι δυο και γλετζέδες και χουβαρντάδες και ζουπηχτάδες και βροντόφωνοι και ανοιχτοχέρηδες. Πολύ λυπάμαι που δε θα με δουν να γίνομαι τριάντα αλλά σημασία έχει ότι σ’ αυτή τη ζωή συναντηθήκαμε και ποτέ ποτέ δεν με λύπησαν κι ελπίζω να μην τους λύπησα κι εγώ.
Θέλω να πιστεύω ότι η είσοδός μας αυτή στην καινούρια δεκαετία της ζωής μας δε θα σημαίνει πως θα κάνουμε «Like» σε κρεοπωλεία στο facebook ούτε ότι θα συζητάμε τί μαλακτικό βάζουμε στα ρούχα ούτε τις περιπέτειές μας στις δημόσιες υπηρεσίες. Εύχομαι ακόμα να μην πούμε «ως εδώ με το κάμπινγκ, τριαντάρισα!». Εύχομαι ακόμα να μην αναγκαστούμε να γίνουμε με κάποιο τρόπο πολύ σοβαροί γιατί τότε η ύπαρξή μας θα γίνει δυσβάσταχτη και να μην πιστέψουμε ποτέ πως ωριμότητα σημαίνει να είσαι σωστός στις τραπεζικές σου υποχρεώσεις και να πηγαίνεις το αυτοκίνητο για σέρβις. Εύχομαι ακόμα να συνεχίσουμε να είμαστε ανοιχτοί στα λόγια των φίλων μας ώστε αν κάποια στιγμή αρχίσουμε να γινόμαστε ανυπόφορα μίζεροι και συντηρητικοί να τους αφήσουμε να μας φέρουν στα σύγκαλά μας. Εύχομαι γενικώς να συνεχίσουμε να είμαστε εύπλαστοι και να μη γίνουμε ποτέ μπετόν αρμέ και σφιχτόκωλοι κι αδιαπέραστοι παρόλο που οκ, αυτό το κάνουν οι μαζεμένες στεναχώριες γενικώς.
Πάντως, οι Υδροχόοι οι δύσμοιροι -επειδή άρχισα με τα ζώδια κι έτσι θα το λήξω να το ελαφρύνω κάπως- είναι η αλήθεια πως να μεγαλώσουμε, όχι δεν το θέμε. Δεν έχει να κάνει με την ηλικία αλλά με τον τρόμο της σοβαρότητας και με τον τρόμο της χαμένης παιδικότητας και με τον φόβο πως όσο μεγαλώνεις τόσο χάνεις την προσοχή και την αγάπη μιας που ολόκληρος μαντράχαλος δε χρειάζεσαι πια να σε ταχταρίζουν οι άνθρωποι όλη την ώρα λες και δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν. Που βέβαια όλα τα ζώδια το θέλουν απλώς οι Υδροχόοι το ουρλιάζουν και βάζουν τη μάσκα του αντοχιτζή κλόουν που ανεβοκατεβαίνει φανταστικά βουνά και κάνει γελοίες κινήσεις αγάπης και πόνου εκεί που όλοι οι άλλοι θα τα ‘χαν ήδη παρατήσει. Γιατί τέτοιοι είναι αυτοί που φέρνουν τα νερά στους ουρανούς και στα γλέντια. Κραταιοί. Ώσπου μια μέρα πάρ’ τους κάτω κι έχουν γεράσει κατά μία αιωνιότητα ή ενίοτε και δύο.
Αυτό ήταν το 2018. Ένα έτος να πάει από κει που ‘ρθε αφενός, αφετέρου, ένα έτος που αν δεν υπήρχε δεν είμαι σίγουρη πως τα πενταμισάρικα που ξέρω θα είμασταν έτοιμα να μπούμε στα τριάντα. Δεν είμαι καθόλου υπέρ της λογικής πως πρέπει να περνάμε στεναχώριες για να μαθαίνουμε, καλύτερα να χουμε ζωή χαρισάμενη α καθόλου δε θα μ’ ένοιαζε. Η μόνη μικρούτσικη αλήθεια σ’ όλο αυτό είναι πως πρέπει να σου ρθει το «Δεν αντέχω άλλο» για να δεις ότι αντέχεις. Και να μπεις στα τριάντα κάπως πιο λυπημένος πια στη φάτσα αλλά με τη χαρά τη δικιά σου στην καρδιά, γιαχαμπίμπι για.
«Αποχαιρετισμός» – Σπύρος Τσακνιάς
Όχι δεν είμαι Κυριακή
ούτε θα ξαναγίνω Ιούλιος μήνας ούτε
αυτό που ήμουν κάποτε. Θα παραμείνω
ημερομίσθιος εργοδηγός,
αιθερολάμνων. Αν επιζήσω
θα μεταναστεύσω. Θα γίνω
μισοφέγγαρο.
Θα πείτε πως τα λέω αυτά γιατί-
Τίποτα δε θα πείτε
αφού αιώνες τώρα δε μιλάτε.
Μονολογώ και τα πουλιά
που είχαν κουρνιάσει στα μαλλιά μου
πετούν αλαφιασμένα.
Σας χαιρετώ. Και σας χαρίζω
τον αποσπερίτη.
Για να κρατήσω
την ισορροπία μου.
Αγαπητό 2018, να πας στο καλό σου, εγώ να σε διαολοστείλω δε σε διαολοστέλνω αλλά όχι και πως θα σε κρατήσω στην καρδιά μου, α καθόλου τέτοια Χριστιανικά. Ελπίζω πως κάποια μέρα δε θα σε θυμάμαι και πως άμα τύχει να σε θυμηθώ θα γελάω. Θα γελάω με κάτι γέλια ατελείωτα και θα αφηγούμαι «α καλέ να σας πω για τον Ιούλιο του 2018 που χάθηκε για 10 μέρες η φωνή μου κι έπρεπε να μάθω σε 80 παιδάκια στο καλοκαιρινό camp την Ειρήνη του Αριστοφάνη!»
Αγαπητό 2019 με γλύκα να μπεις και να μας καλοδεχτείς.
Αγαπητοί φίλοι, εύχομαι η 1η Ιανουαρίου να σας βρει ζωηρούς κι ανένταχτους, με μυαλό που θα ορίζετε και καρδιά που θα μοιράζετε, εύχομαι να μη σταματήσετε ποτέ να μιλάτε και να ζητάτε και ν’ αγαπάτε και να το ζητάτε και να ‘ναι όμορφες οι μέρες με τους ανθρώπους της ζωής σας σ’ αυτή την υπέροχη υπέροχη πόλη που μας έτυχε για πατρίδα.
Καλή χρονιά!
Σχολιάστε